Μενού

ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΤΟ - Πάρις Μνηματίδης

2011 7

Σίγουρα δεν είναι αχρείαστο το εν λόγω ριμέικ, καθώς η Catherine Breillat προχωρά σε ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με την πλοκή του πρωτότυπου φιλμ, κυρίως προς το φινάλε (οι οπαδοί των πιο «αθόρυβων» επιλόγων θα επικροτήσουν), ενώ και η κεντρική θεματολογία βρίσκεται πολύ κοντά στο είδος του σινεμά που υπηρετεί εδώ και δεκαετίες. Είναι όμως αλήθεια ότι το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι κατώτερο σε σχέση με την έξοχη «Βασίλισσα της Καρδιάς».

Οι καλύτερες σκηνές του φιλμ είναι αυτές στις οποίες η Breillat δείχνει το πόσο μαεστρικά διαχειρίζεται την ένταση στην επικοινωνία ανάμεσα σε άτομα. Τα ασφυκτικά κοντινά, η προσεκτική διεύθυνση των ηθοποιών, η λιτότητα στον ήχο, η έμφαση στα βλέμματα, όλα συμβάλλουν στο να δημιουργηθούν κάποιες σεκάνς που προκαλούν αβίαστα άγχος. Και γενικότερα η όλη σκηνοθετική προσέγγιση περιστρέφεται σε πολύ μεγάλο βαθμό γύρω από τους ερμηνευτές, όχι μόνο στα πρόσωπα αλλά στα σώματα συνολικά, με τη δουλειά που έχει γίνει στη σύνθεση του κάδρου να είναι διακριτική και να παίζει περισσότερο υποστηρικτικό ρόλο. Εκεί που ίσως χρειαζόταν μια διαφορετική προσέγγιση είναι στο πώς αναλύονται οι πτυχές της ιστορίας: η σκανδιναβική αποστασιοποίηση του πρωτότυπου λειτουργούσε καλύτερα από την πιο συναισθηματικά εκδηλωτική οδό που επιλέγεται εδώ. Και η επιμονή στο σεξουαλικό στοιχείο, παρότι σήμα κατατεθέν της δημιουργού που βρίσκεται πίσω από την κάμερα, εδώ ίσως μετρά εις βάρος του συνόλου δεδομένης της σεναριακής συνθήκης, ακόμη και αν μέσα από αυτό αντλούνται επιπρόσθετες ερμηνείες που βοηθούν τον θεατή να φτάσει σε μια βαθύτερη κατανόηση.

Οι απόψεις που διατυπώνονται έμμεσα από ατάκες και συγκεκριμένες επιλογές της Breillat γύρω από τα χαρακτηριστικά των δύο φύλων, που αποτελούν πινελιές που πάνε ένα βήμα παραπέρα από ό,τι λέγεται αντίστοιχα στην ταινία που είναι η βάση του «Περασμένου Καλοκαιριού», σίγουρα θα ανοίξουν πηγαδάκια συζητήσεων μετά το πέρας της προβολής, αν και στην πραγματικότητα δεν εκφράζεται κάτι που δεν έχει ειπωθεί ποτέ ξανά στον κινηματογράφο, και από γυναίκες δημιουργούς. Ορθώς κάποιες λεπτομέρειες μένουν εκτός κάδρου (προσοχή στη σκηνή που η Anne δεν μοιράζεται ορισμένες πληροφορίες από το παρελθόν της), γιατί όταν η ψυχολογία είναι υπερεπεξηγηματική στη δραματουργία συνήθως προκύπτει κάτι καλλιτεχνικά βαρετό.

Αναπόφευκτα θα γίνουν και οι ερωτήσεις σχετικά με το πώς τα καταφέρνει η Lea Drucker σε αντιπαραβολή με την Trine Dyrholm, μια κουβέντα μάλλον αντιπαραγωγική μιας και πρόκειται για δύο πορτρέτα που έχουν διαφορετικούς στόχους το καθένα. Πολύ σωστά η Drucker από τη δική της μεριά κοιτάζει να μην επισκιαστεί από την προκάτοχό της στον ίδιο (και ταυτόχρονα ελαφρώς διαφορετικό) ρόλο, κάνει κάθε χειρονομία να μετράει, κι εντυπωσιάζει ειδικά με το πώς συνδυάζει αρμονικά την επαγγελματική τυπικότητα της πρώτης ματιάς με την παρορμητικότητα που βρίσκει κανείς αν «σκάψει» κάτω από την επιφάνεια. Και ο Samuel Kircher σιγοντάρει αποτελεσματικά, με μια ρεαλιστική απόδοση μιας εφηβικής και άρα όχι πλήρως διαμορφωμένης ψυχοσύνθεσης.

Το τελικό αποτέλεσμα παρακολουθείται με ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι από εκείνες τις περιπτώσεις της επανεκτέλεσης που ξεπερνάει την αρχική εκδοχή, κάτι που μάλλον ήταν στις προθέσεις των συντελεστών. Τοποθετείται κανείς περισσότερο θετικά στο όλο εγχείρημα όταν γίνεται σαφές στην πορεία πως δεν πρόκειται για σινεμά ανώδυνων και ασφαλών συμπερασμάτων.

Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr

Smart Search Module