Μενού

ΣΙΩΠΗΛΗ ΟΡΓΗ - Πάρις Μνηματίδης

2011 7

Θεωρητικά πάντα, το κεντρικό εύρημα των ελάχιστων ως καθόλου διαλόγων φαντάζει ιδανικό για έναν σκηνοθέτη όπως ο John Woo, που έχει στηρίξει το σινεμά του πάνω στη δύναμη της βίαιης εικόνας, μιας και το «λίπος» φεύγει από τη μεγάλη εικόνα και δίνεται έμφαση στη δράση και το συναίσθημα, σαν μια απόπειρα επιστροφής στις ρίζες των όσων ενθουσιάζουν συλλογικά το κοινό σε μια κινηματογραφική μυθοπλασία. Δυστυχώς όμως η εκτέλεση φαντάζει επιτηδευμένη κι ενίοτε μέχρι και αφύσικη, και είναι φορές που σκέφτεται κανείς κατά τη διάρκεια της θέασης πως η βασική ιδέα λειτουργεί ως ξεκάρφωμα μιας ιστορίας που, στην ουσία της, είναι μια τυπική περιπέτεια αυτοδικίας, με τη συνηθισμένη προβληματική ηθική που διαθέτουν οι ταινίες του εν λόγω είδους.

Βέβαια ο Woo, ακόμη και στις αδύναμες στιγμές του όπως εδώ, είναι ένας δημιουργός που έχει πολλά χρόνια φιλμικής σοφίας στην πλάτη του, και αυτό γίνεται φανερό από μερικές σκηνές που επικοινωνούν το εκάστοτε συναίσθημα της στιγμής ιδιαίτερα αποτελεσματικά (συγκινητική η σεκάνς στο παιδικό δωμάτιο). Και η βία, ακόμη και αν για τα μέτρα του σκηνοθέτη της είναι «πρωινό» (ίσως σε αυτό να φταίει κι ένας σχετικά μικρός προϋπολογισμός που φαίνεται αρκετά), είναι άρτια χορογραφημένη, αρκετή σε ποσότητα, αν και τοποθετημένη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στο δεύτερο μισό του φιλμ, και όσο σκληρή χρειάζεται για να εξιτάρει τον θεατή. Όμως πρέπει να επισημανθεί κάτι πολύ συγκεκριμένο: ο ίδιος ο Woo έχει ασκήσει τεράστια επιρροή εδώ και δεκαετίες στο κινηματογραφικό είδος που εκπροσωπεί, συμπεριλαμβανομένου του δημοφιλέστατου franchise «Τζον Γουικ». Είναι λοιπόν υποτιμητικό για τον ίδιο επειδή στα ονόματα των παραγωγών φιγουράρουν και άνθρωποι που έχουν συνδεθεί με αυτήν τη σειρά να καλείται να αντιγράψει αισθητικά… από εκεί που τον έχουν αντιγράψει, ειδικά με κάποιες πινελιές προς το φινάλε. Έχει και μια άσχημη σημειολογία ένας κινηματογραφιστής που κάποτε καθιέρωνε μόδες τώρα να τις ακολουθεί με χρονοκαθυστέρηση. Εξυπακούεται εννοείται λόγω θεμελίων το ότι υιοθετούνται εδώ αντιδραστικά συντηρητικές απόψεις για την εγκληματικότητα και για την επιβολή του νόμου, οπότε καλό είναι να υπάρχει μια εκ των προτέρων επίγνωση πριν την παρακολούθηση.

Το στοιχείο που λειτουργεί απρόσμενα καλά εντός των πλαισίων της έλλειψης διαλόγων είναι οι βασικές ερμηνείες, με τον Joel Kinnaman ειδικά να ανταποκρίνεται άψογα στη σωματικότητα και την ενεργητικότητα που απαιτεί ένας ρόλος δράσης, πείθοντας όμως και εκεί που χρειάζεται μια καθαρόαιμα δραματική προσέγγιση. Ακόμη και η Catalina Sandino Moreno, παρότι στα χαρτιά καλείται να ενσαρκώσει έναν τυπικό χαρακτήρα συζύγου που πενθεί, επενδύει πολύ παραπάνω από το αναμενόμενο στην ηρωίδα της και τελικά προσφέρει ουκ ολίγες έντονες στιγμές που διαθέτουν ένα ειδικό βάρος.

Μάλλον δεν πρόκειται για ένα comeback αντάξιο του ονόματος που βρίσκεται από πίσω, πάντως η «Σιωπηλή Οργή» έχει τουλάχιστον κάποια δυνατά χαρτιά κρυμμένα στο μανίκι της που διασφαλίζουν ότι το σύνολο δεν είναι μια απόλυτη αποτυχία και κυλάει σχετικά ευχάριστα. Σίγουρα όμως δεν είναι μια πρόταση που ανοίγει νέα κεφάλαια στο είδος της δράσης, και ίσως από κάποιες απόψεις γυρίζει πίσω και σε παλιότερες εποχές, και όχι με την καλή έννοια (από τον γραφικό τρόπο απεικόνισης των κακών μέχρι το κλισέ του «μοντάζ εκπαίδευσης»).

Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr

Smart Search Module