Μετά την αβαρία του Scoop και την πλήρη αστοχία του Ονείρου της Κασσάνδρας, το Vicky Cristina Barcelona φαίνεται αδαμάντινο, αλλά δεν είναι- αν και ο Γούντι Άλεν θα διαφωνούσε, γιατί όταν τον ρωτούν σε τι είδος εμπίπτει κάθε νέα ταινία του, εκείνος απαντά: “ένα ακόμη κινηματογραφικό αριστούργημα”. Ανάλαφρο παιχνίδισμα στις φυσικές καλλονές του καταλανικού τοπίου, πασπαλισμένο με υποψίες τραγωδίας, το περιπετειώδες ταξιδάκι δυο όμορφων γυναικών φλερτάρει την πικρή διαπίστωση πως η απιστία υπονομεύει κάθε σοβαρή απόπειρα ερωτικού σχεδιασμού. Σαν το μικρό διάβολο, ο Άλεν δυναμιτίζει τα φαινόμενα: η Βίκυ και η Κριστίνα είναι δυο νεαρές Αμερικανίδες (αφελείς, ως ενός σημείου) που γεύονται την όμορφη ζωή της Βαρκελώνης. Έχουν διαμετρικά αντίθετη φιλοσοφία ζωής. Η πρώτη (Ρεμπέκα Χολ) είναι δεσμευμένη και αποκρούει τις σεξουαλικές προτάσεις ενός μάτσο Ισπανού, του Χουάν Αντόνιο (Μπαρδέμ, που πυγμαχεί με όλα τα κλισέ του Λατίνου). Η Κριστίνα είναι χαλαρή, πιο ανοιχτή, χαμογελά διάπλατα στην ευκαιρία. Τσιμπάει στο καμάκι και δοκιμάζει τα ερωτικά της όρια. Όταν ο ευειδής και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του καλλιτέχνης ρίχνει στο τραπέζι την ιδέα του τρίο, κανείς δεν φαντάζεται πως η μοίρα θα τα φέρει έτσι ώστε η Βίκυ να τσιμπηθεί πραγματικά με τον Ισπανό και πως τελικά το ménage a trois θα γίνει μεταξύ της Κριστίνα, του Χουάν Αντόνιο και της μανιακής γυναίκας του (κάτι σαν πρώην που δεν φεύγει ποτέ από τη ζωή του), της Μαρία Ελένα. Ο Γούντι Άλεν φτάνει στο ηδονοβλεπτικό του απόγειο όταν βάζει τη ξανθιά Αμερικανίδα Τζοχάνσον να φιλιέται περιπαθώς με τη μελαχρινή Ισπανίδα Πενέλοπε Κρουθ. Και κάπου εκεί σταματά.
Το θάμβος του Άλεν για τη νέα πόλη-ντεκόρ, τη Βαρκελώνη, αλλά και το Οβιέδο λειτουργεί καλύτερα απ' ό,τι τα μοντέρνα μνημεία στο Λονδίνο για το Matchpoint. Κάπου διάβασα πως ο Αμερικανός σκηνοθέτης ασχολείται όχι με τις δικές του αλλά με τις νευρώσεις των άλλων. Κι όμως, στην ταινία αυτή η Βίκυ και η Κριστίνα είναι μια απαλή, διπλή θηλυκή εκδοχή του Άλεν στο ρόλο του Αμερικανού τουρίστα που έλκεται από τις σειρήνες της ευρωπαϊκής πόζας, μιας «δηθενιάς» που κρύβει ωμά αισθήματα πίσω από τον παραδοσιακό ορθολογισμό. Μοιάζουν ανατρεπτικές, αλλά αποδεικνύονται συντηρητικές, μάλλον δειλές.
Για κάποιον δικό του λόγο, ο Άλεν δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τις Αμερικανίδες- ίσως γιατί έχει εξαντλήσει το θέμα- και τις υποχρεώνει να αντιδρούν στο ever changing mood των πιο δυναμικών Ισπανών. Για τον οξύθυμο, αν και πιο υπολογιστικό Μπαρδέμ και την εξίσου εκρηκτική, ευπαθή Κρουθ επιφυλάσσει συγκινήσεις στα άκρα, αλλά και σεναριακές διαδρομές από το προσωπικό δράμα ως την καθαρή κωμωδία, όταν βρίζονται αλύπητα και συγκρούονται αρχετυπικά, σαν το ζευγάρι που μαζί δεν κάνει και χώρια δεν μπορεί. Και οι δυο είναι απολαυστικοί. Παράλληλα, δεν κάνει ποτέ λάθος όταν ανακατεύει τις προσωπικότητες και τα χούγια τους (λες και όλοι ζηλεύουν αυτό που δεν έχουν) και κυρίως όταν σπάει πλάκα με τους καλλιτέχνες που κουβαλάνε την ιδιότητά τους με ναρκισσιστικούς ακκισμούς αλλά και με τους Αμερικανούς που στραβώνουν όποτε έρχονται αντιμέτωποι με τον τετραγωνισμένο πουριτανισμό της ανατροφής τους.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr