Έργα και ημέρες ενός δημοσιογράφου στα πρόθυρα της υπαρξιακής κρίσης, διχασμένου ανάμεσα στη μεγάλη ζωή της νυχτερινής Ρώμης του ’60 και της μιζέριας του μικροαστικού συζυγικού βίου.
Το άγαλμα του Χριστού πετάει μ’ ένα ελικόπτερο πάνω από τη Ρώμη, εγκαταλείποντας το ηθικό χάος της κοινωνίας που ψάχνει με φανατισμό ένα «θαύμα» της Παναγίας. Μία αδιάκοπη διονυσιακή γιορτή, με επίκεντρο τον πολύβουο κόσμο της Via Veneto, παρασύρει τους πάντες προς ένα πένθιμο αδιέξοδο. Δημοσιογράφοι, starlet, φαντάσματα της αριστοκρατίας, διανοούμενοι, νεόπλουτοι και paparazzi (το παρατσούκλι ενός ήρωα της ταινίας, που έγινε συνώνυμο του φωτογράφου των «δημοσιογραφικών» χρονικών), πρόσωπα καρικατούρες σ’ έναν μαραθώνιο αμαρτίας.
Ο Φεντερίκο Φελίνι δεν επικοινωνεί πια με την αθώα επίδραση του νεορεαλισμού και ο κινηματογράφος κερδίζει έναν μεγάλο δημιουργό, ο οποίος με τη σειρά του συναντά το ιδανικό ερμηνευτικό πρόσωπο, τον «χαριτωμένο φυσιογνωμικά» (όπως χαρακτήριζε ο ίδιος την εξωτερική του ομορφιά) Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Η αποδοχή είναι καθολική, το έργο κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών του 1960 και δύο χρόνια αργότερα ο Φελίνι είναι υποψήφιος για Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας και πρωτότυπου σεναρίου. Το μέλλον τού ανήκει, μαζί με τις τόσο δημιουργικές του νευρώσεις που τον εμπνέουν να στήνει οπτικά μεγαλειώδεις «εφιάλτες» με τρόπο πραγματικά πρωτότυπο, δικό του.
Παραδόξως, το μέλλον δεν είναι τόσο φωτεινό για τους χαρακτήρες του Φελίνι ή τα πρόσωπα που παρελαύνουν με γραφικό τρόπο (ανεξαρτήτως ταξικής προέλευσης) από τη μεγάλη οθόνη. Οι μυαλωμένοι δεν αντέχουν την καθημερινή σπατάλη της ύπαρξής τους σε έναν τέτοιο κόσμο και το μεγάλο «φευγιό» (άλλο είδος αμαρτίας κι αυτό…) δίνει ένα ιδανικό τέρμα στη συνύπαρξη με τη διόλου «γλυκιά ζωή». Η πόλη ολάκερη, άλλωστε, «ξερνάει» το κατάντημα της κοινωνίας («Μέχρι το 1965, η διαστροφή θα έχει κυριεύσει τα πάντα. Τι αηδία!», σχολιάζει ένα ερμαφρόδιτο πλάσμα), αυτής της «τερατογένεσης» που λες και αντικρύζει τον εαυτό της στο φινάλε του έργου, ανήμπορη ν’ αρπάξει την όποια ευκαιρία διάσωσης.
Ο Μαρτσέλο έχει επιλέξει το εφήμερο, την προστυχιά της επιτυχίας και του ενδεχόμενου πλούτου, δεν ακούει πια το κάλεσμα της αγνότητας (το κορίτσι της παραθαλάσσιας ταβερνούλας που γοητεύτηκε από το «όνειρο» της φυγής), δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα με την οποία του μιλάει, η απόσταση που τους χωρίζει είναι τόσο μικρή και τόσο θεόρατη ταυτόχρονα. Από την ήττα δεν έχεις γυρισμό, άπαξ και βρέθηκες σ’ αυτή τη θέση. Για τους υπόλοιπους ανθρώπους, για το αύριο ίσως, ένα χαμόγελο (θα) υπάρχει. Αμόλυντο, καθαρό από Πίστη, από πάθη. «Θαυματουργά αρμονικό», κατά την κοσμοθεωρία του φιλοσοφημένου κυρίου Στάινερ. Οποία ειρωνεία…
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Ευτυχώς, ο Φεντερίκο Φελίνι δεν έζησε μέχρι σήμερα για να δει την «τέλεια» παρακμή. Και ευτυχώς που το σινεμά ζει ακόμη εκεί έξω, για να μπορεί κανείς να επιστρέφει σε έργα όπως η «Dolce Vita», που η σπουδαιότητά τους σχεδόν δεν χωρά στη μεγάλη οθόνη, πια. Σινεμά που σε θαμπώνει από έμπνευση, σκέψη και εικόνες, σινεμά που σε θλίβει στη συνείδηση. Από κάτι τέτοια έργα μάθαμε να λέμε… «bigger than life».
Το φιλμ κυκλοφόρησε ξανά σε επανέκδοση στις 26 Σεπτεμβρίου του 2024, με τον ελληνικό τίτλο «Γλυκιά Ζωή», από την εταιρεία διανομής CINOBO.
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr