Η Σέριλ πηγαίνει στο αμερικανικό «Ραντεβού στα τυφλά» και από τους τρεις διαγωνιζόμενους εργένηδες επιλέγει τον Ρόντνεϊ, αγνοώντας ότι πίσω από το ευγενικό παρουσιαστικό του κρύβεται ένας serial killer.
Είναι ακόμα νωπή στη μνήμη η δραματοποίηση της δράσης του Τζέφρι Ντάμερ στη μίνι σειρά «Dahmer-Monster» των Ράιαν Μέρφι και Ίαν Μπρέναν, όχι μόνο λόγω της βαναυσότητας των πράξεών του αλλά λόγω της εγκληματικής αδιαφορίας των αρχών, παρά τις επίμονες κλήσεις και εκκλήσεις για την ύπαρξη ενός serial killer της «γειτονιάς» με επιδεικτική διάθεση και χαρακτηριστική ευελιξία κινήσεων. Και πάλι στα τέλη των ’70s, ο Ρόντνεϊ Αλκάλα, φωτογράφος στο επάγγελμα και πολύ πιο χαρισματικός στις κοινωνικές του επαφές (παρότι διαγνωσμένος με αντικοινωνική διαταραχή στα χρόνια που ακολούθησαν τη θητεία του ως αλεξιπτωτιστή), ξεκίνησε ένα τρομακτικό κυνηγητό γυναικών που εξελίχθηκε σε ασταμάτητο φονικό. Κι ενώ το θανάσιμο σερί του σε επιθέσεις βρισκόταν στο απόγειο, το 1978 δήλωσε συμμετοχή στο δημοφιλές «Ραντεβού στα τυφλά» και, χωρίς πρόβλημα, έγινε δεκτός!
Επτά χρόνια μετά την προβολή της σχετικής τηλεταινίας με τίτλο The dating game killer του Βρετανού Πίτερ Μέντακ, η γνωστή ηθοποιός, υποψήφια για Όσκαρ στο Up in the air, Άνα Κέντρικ κάνει το ευοίωνο σκηνοθετικό της ντεμπούτο με το Ραντεβού με έναν serial killer, παίζοντας μάλιστα την πρωταγωνίστρια του τηλεπαιχνιδιού, η οποία καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε τρεις δυνητικούς συνοδούς, χωρίς να βλέπει τα πρόσωπά τους, κρίνοντας μόνο από τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις που εκείνη θέτει. Η Σέριλ Μπράντσοου που υποδύεται αποφασίζει, στη μέση της προκατασκευασμένης συνέντευξης, να κάνει τα δικά της, ρωτώντας ό,τι θεωρούσε πως κούμπωνε περισσότερο στη δική της ιδιοσυγκρασία, δειγματίζοντας ταυτόχρονα το ταμπεραμέντο της ως ηθοποιού – άρπαξε την ευκαιρία της να διακριθεί με ένα αυτοσχέδιο stand up μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο.
Το εύρημα του σεναρίου φωτίζει το γρήγορο delivery της Κέντρικ στην ατάκα και τον τρόπο που συναισθάνεται τις πραγματικές προθέσεις των ανθρώπων τριγύρω της και, στη συγκεκριμένη περίπτωση τραγικής ειρωνείας, να αφουγκράζεται τη θερμοκρασία στο δωμάτιο. «Πάντα κερδίζω το κορίτσι», απάντησε αποστομωτικά στον φιγουρατζή συμπαίκτη του ο Αλκάλα, όταν εκείνος τον προκάλεσε με την υπερβολική του αυτοπεποίθηση, μη διστάζοντας να εκθέσει στο φιλοθεάμον κοινό την κατ’ ιδίαν κουβέντα που είχαν οι δυο τους λίγο πριν βγουν στον αέρα. Η Κέντρικ αποδεικνύεται ικανότατη στο παράλληλο μοντάζ, αφού η σεκάνς του τηλεπαιχνιδιού απλώνεται σε ολόκληρη σχεδόν την ταινία, πλαισιώνοντας και αποκαλύπτοντας όλα αυτά που έκανε ο Αλκάλα εκτός πλατό, όταν καιροφυλακτούσε, στόχευε και εγκλώβιζε τα θύματά του στην internet free, προ κινητών εποχή του οτοστόπ και του μεταχίπικου ηδονισμού, σε μια ξέφραγη από πραγματική προστασία Καλιφόρνια – όχι πως στις υπόλοιπες Πολιτείες η επιτήρηση έσωζε ζωές…
Τα στάδια του Ραντεβού στα τυφλά αναπτύσσουν αποσπασματικά και διεξοδικά τον χαρακτήρα του serial killer: τον συνδυασμό μιας κάποιας γοητευτικής ρητορικής ικανότητας με τα ανεπαίσθητα στην αρχή και αυξανόμενα στη συνέχεια επικίνδυνα σημάδια ενός αρπακτικού κάτω από τη λαμπερή, αν και αυστηρή συνθήκη του υποτίθεται ελεγχόμενου τηλεοπτικού show. Κι ενώ το γύρισμα βρίσκεται σε εξέλιξη, μια έντρομη κοπέλα τον αναγνωρίζει ως τον πιθανό δολοφόνο της καλύτερής της φίλης και με τρεμάμενο βηματισμό φτάνει ως το στούντιο, για να την παραπέμψει ο ένστολος κλητήρας σε μία από τις χειρότερες εκπλήξεις που μπορεί να επιφυλάξει σε μια ευάλωτη γυναίκα η προσβλητικά δύσπιστη στις καταγγελίες ανδροκρατία – στην καλύτερη σκηνή της ταινίας. Το πορτρέτο της Κέντρικ δεν εστιάζει μόνο στο βιογραφικό οδοιπορικό του Αλκάλα, που άλλωστε μπορεί ο καθένας να πληροφορηθεί εύκολα, αλλά τονίζει τα περιστατικά και τα δένει συνολικά με αξιόπιστο χειρισμό και δραματικές επινοήσεις, εναλλάσσοντας τις απίστευτες ολιγωρίες με αγωνιώδεις εντάσεις.
Τόσα χρόνια το φόρτε της Κέντρικ είναι η ψυχαγωγική κομεντί. Με έναν έξυπνο τρόπο εδώ δεν προδίδει τον καλλιτεχνικό της χαρακτήρα – μια ισορροπημένη, και δικαιολογημένη λόγω του show, δοσολογία μαύρης κωμωδίας κάνει πιο ενδιαφέρουσα και σίγουρα πρωτότυπη τη ματιά πάνω στον Αλκάλα. Επιλέγοντας ως κέντρο βάρους μια παράξενη κατάσταση, δηλαδή τη στάση και συμμετοχή ενός πολυάσχολου, ειδεχθούς κατ’ εξακολούθησιν δολοφόνου σε ένα ζωντανό ψυχαγωγικό πρόγραμμα για πιθανό καμάκι που δεν θυμίζει τη συνήθη, ανατριχιαστική μεθοδολογία που προηγήθηκε και ακολούθησε, δίνει τον τόνο στο δράμα που τον περικυκλώνει, επιτρέποντας στον θεατή να αναρωτηθεί πόση ελευθερία είχε κάποτε ένας ευφραδής, «λευκός» και αδέσποτος δημόσιος κίνδυνος, χωρίς να καταφύγει σε σοκαριστικές εικόνες για να καταδείξει τη φρίκη του πράγματος, δίνοντας επίσης φωνή σε πρόσωπα-κλειδιά της ιστορίας.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr