Ο Ντοβίντας συναντά την Ελένα. Η αγάπη με την πρώτη ματιά πλανάται στον αέρα. Εκείνος, όμως, της ξεκαθαρίζει ορθά κοφτά πως είναι… ασεξουαλικός! Θα το πάνε… αργά;
Δεν θυμάμαι να έχω δει ενήλικη ταινία χαρακτήρων όπου ο βασικός ήρωας να δηλώνει με θάρρος και παρρησία… ασέξουαλ! Συνήθως τέτοιοι τύποι εμφανίζονται ως δεύτεροι ρόλοι σε εφηβικές κομεντί, ως «μπερδεμένοι» νέοι που αναζητούν τη σεξουαλική τους ταυτότητα, λειτουργώντας είτε ως ο περίγελος των υπολοίπων (σε περίπτωση καφρικής κωμωδίας), είτε ως εφαλτήριο ανάδειξης ενός σχετικού προβληματισμού (σε περίπτωση σοβαρής αντιμετώπισης του ζητήματος). Από αυτή την άποψη, το φιλμ της Λιθουανής Μαρίζα Καβταράντζε είναι (αν μη τι άλλο) πρωτότυπο. Ωστόσο, όσο κι αν το θέμα προξενεί εξαρχής το ενδιαφέρον (μιας και το εν λόγω «twist» συμβαίνει πολύ νωρίς) και όσο κι αν το πρωταγωνιστικό δίδυμο διαθέτει αναμφισβήτητη οικειότητα, ο επαναλαμβανόμενος τόνος της αφήγησης και η νατουραλιστική προσέγγιση (με κάμερα στο χέρι που ενίοτε «κουνάει» άγρια) δεν βοηθούν το φυτίλι της πηγαίας αγάπης να πάρει φωτιά.
Η Ελένα είναι καθηγήτρια χορού και ο Ντοβίντας διερμηνέας νοηματικής γλώσσας. Συναντιούνται σ’ ένα μάθημα κίνησης για κωφούς μαθητές κι αισθάνονται με τη μία συμπάθεια ο ένας για τον άλλον. Η φαινομενικά τυπική πορεία της γνωριμίας τους περιπλέκεται άμεσα, όταν ο Ντοβίντας εξομολογείται σε μία εμφανώς διεγερμένη σεξουαλικά Ελένα (στην… κρεβατοκάμαρα του σπιτιού της) την ασεξουαλικότητά του. Αμφότεροι εξακολουθούν να θέλουν να το συνεχίσουν σε κάποιο είδος σχέσης, αλλά κάθε απόπειρα για σεξ καταλήγει σε εύλογη απογοήτευση. Το συζητάνε, ξαναβρίσκονται και… φτου κι απ’ την αρχή στον αέναο κύκλο της οικειότητας και της απογοήτευσης.
Οι συζητήσεις που οι δυο τους έχουν (συνήθως στο κρεβάτι) και που περιστρέφονται γύρω από την έννοια της αγάπης και των θυσιών που κάποιος δύναται να κάνει γι’ αυτήν, αποτελούν το πλέον ζουμερό κομμάτι του φιλμ. Το σενάριο δεν επιλέγει πλευρά επί του θέματος, αλλά μέσω μιας σειράς καλογραμμένων διαλόγων (που ως συμπληρωματικό τους όπλο φέρουν τη χιουμοριστική διάθεση του Ντοβίντας και την εκφραστικότητα της Ελένα) αναζητά λύση σ’ ένα δισεπίλυτο πρόβλημα: πως μπορεί μια τέτοια σχέση να προχωρήσει, όταν μάλιστα ο ένας εκ των δύο του ζεύγους διακρίνεται για την ελευθεριότητα του… σεξουαλικού του πνεύματος; Υπάρχει, άραγε, ο περίφημος «πλατωνικός έρωτας» με την αμοιβαία συμπάθεια, τις ατέλειωτες βόλτες στο πάρκο, το χαλαρό ποτό κι ύστερα… το σκέτο «καληνύχτα, τα λέμε αύριο;».
Σαφείς απαντήσεις δεν δίνονται (όσο κι αν η Καβταράντζε το περιτριγυρίζει με επιμονή) και βασική αιτία γι’ αυτό αποτελεί το μονοδιάστατο σενάριο, το οποίο επικεντρωμένο καθώς είναι σε ένα ιδίας λογικής καταστασιακό, αδυνατεί να ξεφύγει από τα συγκεκριμένα του στεγανά. Η γλώσσα του σώματος (χορός και νοηματική), ναι μεν δημιουργεί ένα πεδίο λανθάνοντος δεσμού, την ώρα που ο πρώην της Ελένα εμφανίζεται για να την διεκδικήσει ανοίγοντας τον δρόμο για ένταση ερωτικού τριγώνου, εν τούτοις, η πρώτη συνθήκη μένει στο αόριστο των βαθιών νοημάτων, η δε δεύτερη δεν αφορά τούτο το έργο. Σε αντίθεση με το ζήτημα που τίθεται σχετικά με το κατά πόσο ο… αυνανισμός είναι θεμιτός για έναν ασέξουαλ τύπο, δίνοντας το έναυσμα (για μία και μοναδική φορά) στο «Slow» να ανεβάσει ελαφρά τους τόνους του.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Ευγενείς προθέσεις, αδυναμία σεναριακής ανάπτυξης. Το μόνιμο πρόβλημα του σύγχρονου art-house βαραίνει το «Slow», που (έστω) αποτελεί μια κάπως διαφορετική πρόταση για το «είδος». Ήταν η περσινή υποβολή της Λιθουανίας για το βραβείο Όσκαρ ξενόγλωσσου φιλμ, χωρίς να φτάσει (φυσικά) στην τελική πεντάδα.
Νίκος Παλάτος
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr