Ο Άνταμα προοιωνίζεται για αρχηγός του χωριού του, αλλά εκείνος αγαπά την Μπανέλ και θέλει να ζήσει μαζί της μακριά. Οι σεναγαλέζικες παραδόσεις, εν τούτοις, ενέχουν κινδύνους για τους παραβάτες.
Από τη μία πλευρά η αγάπη, από την άλλη η άρνηση. Η πρώτη υπόσχεται θαλπωρή και ζεστασιά, η δεύτερη φέρνει ζόφο και ξηρασία, απειλώντας ακόμα και την ίδια την ύπαρξη του φτωχού σενεγαλέζικου χωριού. Η αποποίηση της μοίρας κόντρα στις προαιώνιες παραδόσεις και δοξασίες, όπως αυτές έχουν ριζωθεί στη συνείδηση μιας ολόκληρης φυλής, ενδέχεται να κρύβει κακό ριζικό. Και αυτό είναι κάτι που ενδεχομένως θα το πληρώσουν όλοι, «ένοχοι» ή μη.
Μοιάζει με αφρικανικό παραμύθι και κάπως έτσι είναι γυρισμένο το «Μπανέλ & Άνταμα». Οι ισχυρές δόσεις μαγικού ρεαλισμού και μία ιδέα απόκοσμου που εμφανίζεται συχνά πυκνά στην ατμόσφαιρα, δίνουν στην ολοφάνερη αλληγορία του φιλμ ένα πλαίσιο σχεδόν μυθικό. Στο επίκεντρο του «παραμυθιού» βρίσκεται ο έντονος έρωτας της Μπανέλ και του Άνταμα. Η πρώτη τον βιώνει πολύ πιο έντονα από τον δεύτερο, μιας και σταδιακά δείχνει να απορρίπτει τα πάντα για χάρη του αγαπημένου της, ενώ εκείνος, αν και ολοφάνερα ερωτευμένος μαζί της, αρχίζει να έχει δεύτερες σκέψεις για την επικείμενη φυγή τους, μιας και οι οιωνοί δεν φαίνεται να είναι με το μέρος τους. Όταν η «κατάρα» χτυπά το χωριό, τα πάντα θα γίνουν περίπλοκα για τους δύο νεαρούς εραστές.
Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, η Γαλλοσενεγαλέζα Ραματά-Τουλεΐ Σι νοιάζεται ιδιαίτερα για τους δύο βασικούς ήρωες όπως και για τα κάδρα της ταινίας της, όμως, απέχει χαρακτηριστικά από την τέχνη της αφήγησης, ποντάροντας σε συμβολισμούς, έντονα (αφρικανικά) χρώματα και μια φωτογραφία λουσμένη στο φως. Το απρόσιτο, άνυδρο σενεγαλέζικο τοπίο της παρέχει άπειρες ευκαιρίες για κάθε μία από τις τρεις προαναφερθείσες συνθήκες, όμως, το όλο πράγμα κάπου χωλαίνει. Οι περιβαλλοντικές ανησυχίες που κρύβονται κάτω από την τροπή που παίρνει ο «καταραμένος» έρωτας, ασφαλώς και δεν εντάσσονται σε κάποια επιστημονική βάση, όμως, η σύνδεση της γονιμότητας της γης με την ανάγκη τεκνοποίησης και τη θυσία γίνεται μ’ έναν τρόπο πολύ αφηρημένο, που απέχει από τον σαφώς πιο εύστοχο, ανάλογο προβληματισμό του «Utama: Το Σπίτι μας» (2022).
Οι σεναριακοί υπαινιγμοί, καθώς και η εμμονική στάση της Μπανέλ, στέκουν ως υπερβολικά φευγαλέοι, «θυσιασμένοι» όχι στην ιδέα της σωτηρίου αγάπης, αλλά μιας αισθητικής αποκομμένης από το αληθινό δράμα. Ο ανθρώπινος εγωισμός λειτουργεί ενίοτε με τρόπο αμφιλεγόμενο, οι δε σφοδρές αμμοθύελλες ναι μεν θάβουν σπιτικά, όμως, μπορεί και να λυτρώνουν. Ακούγονται κάπως σκόρπια όλα αυτά; Κάπως έτσι είναι και το «Μπανέλ & Άνταμα».
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Η σενεγαλέζικη υποβολή για το ξενόγλωσσο βραβείο Όσκαρ της περσινής χρονιάς είναι ένα άψογο από τεχνικής σκοπιάς φιλμ, μα σαφώς αδύναμο να προσελκύσει κοινό πέραν των σκληροπυρηνικών φίλων του world cinema. Το παρόμοιας λογικής βολιβιανό «Utama» ήταν ανώτερο τούτου.
Νίκος Παλάτος
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr