Η δεκαετία του ‘60 μάς σύστησε έναν εντελώς μεταμορφωμένο Federico Fellini. Το προσωπικό κινηματογραφικό του όραμα άρχισε να δείχνει τα πρώτα σημάδια αλλαγής, υποκινούμενο από την ολοένα αυξανόμενη επιρροή της ψυχανάλυσης. Με τη «Γλυκιά Ζωή» (1960) ο σκηνοθέτης από το Ρίμινι ξεπερνά τη νεορεαλιστική και πνευματιστική έμπνευση των απαρχών του και αποφασίζει να αναπαραστήσει στα σκηνικά της Cinecittà τη νυχτερινή Ρώμη όπου συχνάζει το διεθνές τζετ σετ που περιβάλλεται από ένα σμήνος από παράσιτα και παπαράτσι. Ο Fellini, του οποίου οι πρώτες ταινίες σημαδεύτηκαν από τον Χριστιανισμό («Νύχτες της Καμπίρια», «Σκιές του Υποκόσμου» και «Λα Στράντα»), απομακρύνεται από μια εμπορευματοποιημένη θρησκεία και υπογράφει την ταινία ενός ηθικολόγου που περιγράφει έναν κόσμο σε μετάβαση: την Ιταλία σε οικονομική άνθηση, την κυριαρχία των εικόνων και της διαφήμισης στα μέσα ενημέρωσης, τον θρίαμβο της κοινωνίας του θεάματος και της κατανάλωσης που είναι επίσης μια νέα εποχή παρακμής. Πάνω απ’ όλα όμως, ο Fellini σπάει το παραδοσιακό σενάριο και επινοεί μια νέα μορφή κινηματογραφικής γραφής που κάνει τη «Γλυκιά Ζωή», ορόσημο στην ιστορία της νεωτερικότητας. Η ταινία δεν ακολουθεί κάποια εμφανή δραματική εξέλιξη και αποτελείται από μεγάλες, σχεδόν αυτόνομες σεκάνς που συνθέτουν μια λιτανεία της γοητευτικής αποσύνθεσης της ρωμαϊκής κοινωνίας, με τον Marcello Mastroianni ως υπνωτιστικό και όλο και πιο απογοητευμένο οδηγό.
Η «Γλυκιά Ζωή» ακολουθεί τον δημοσιογράφο Marcello Rubini (Marcello Mastroianni) για επτά μέρες και νύχτες στη Ρώμη καθώς περιηγείται στη λαμπερή, ηδονιστική υψηλή κοινωνία της μεταπολεμικής ελίτ της Ιταλίας. Ο Marcello είναι παγιδευμένος ανάμεσα σε δύο κόσμους: τον ρηχό, παρακμιακό τρόπο ζωής που τεκμηριώνει για τη στήλη του και μια βαθύτερη επιθυμία για νόημα, αλήθεια και ανθρώπινη σύνδεση. Κάθε επεισόδιο της ταινίας τον εισάγει σε διαφορετικούς χαρακτήρες -διασημότητες, διανοούμενους, γυναίκες με τις οποίες φλερτάρει- που αντανακλούν την ηθική και υπαρξιακή κρίση που τον μαστίζει. Η στάση του ενσαρκώνει την αναζήτηση του σκοπού του σύγχρονου ανθρώπου σε έναν κόσμο χωρίς ξεκάθαρη ηθική κατεύθυνση. Κάθε νέα του συνάντηση καθρεφτίζει την εσωτερική του πάλη.
Κατά τη διάρκεια αυτών των επτά ημερών, ο φακός του Fellini καταγράφει και μας μεταφέρει με εξαιρετικό τρόπο διάφορα περιστατικά που αναδεικνύουν την υποκρισία, τη μοναξιά, τον κοινωνικό εκφυλισμό, την παρακμή, τη διαφθορά και τη σήψη της σύγχρονης κοινωνίας μας, μέσα από μια διαφορετική ματιά που σφύζει από συμβολισμούς και δεν διστάζει να κάνει με έμμεσο τρόπο καυστικά σχόλια για τη ρωμαϊκή ιστορία και για την καθολική εκκλησία. Η εναρκτήρια σκηνή με το άγαλμα του Ιησού Χριστού κρεμασμένο από ένα ελικόπτερο να πετάει πάνω από τη Ρώμη σαν να την ευλογεί · η ερωτική συνεύρεση του Marcello στο κρεβάτι μιας άγνωστης πόρνης με τη Maddalena (Anouk Aimée), μια όμορφη και εύπορη αριστοκράτισσα · η απόπειρα αυτοκτονίας λόγω παθολογικής ζήλειας της μόνιμης συντρόφου του, Emma (Yvonne Furneaux), μιας απλής κοπέλας που δεν έχει καμιά σχέση με τον κύκλο των συναναστροφών του · το φλερτ με τη Sylvia (Anita Ekberg), μια πανέμορφη ντίβα του παγκόσμιου κινηματογράφου, που καταλήγει με την περίφημη σκηνή του νυχτερινού μπάνιου στη Φοντάνα ντι Τρέβι · η δημοσιογραφική κάλυψη μιας θρησκευτικής απάτης σε μια φτωχογειτονιά της Ρώμης, με δύο παιδιά που υποτίθεται ότι είδαν την Παναγία · η απρόσμενη συνάντηση με τον πατέρα του (Annibale Ninchi) και η νυχτερινή τους έξοδος · η αποτρόπαια πράξη του μέντορά του, συγγραφέα Steiner (Alain Cuny), που αυτοκτονεί αφού πρώτα σκότωσε τα δυο παιδιά του · και τέλος ένα οργιώδες πάρτι στο σπίτι ενός πλούσιου φίλου του. Η αινιγματική σκηνή του τέλους βρίσκει τους συμμετέχοντες άυπνους και κουρασμένους να παρατηρούν το κουφάρι ενός αποκρουστικού κήτους που ξεβράστηκε στην παραλία. Η εικόνα του νεκρού πλάσματος αντιπαρατίθεται με την αθωότητα του νεαρού κοριτσιού -που είχε γνωρίσει ο Marcello νωρίτερα στην ταινία-, ένα σύμβολο αγνότητας και ελπίδας που τώρα είναι εντελώς αποπροσανατολισμένος για να το θυμηθεί.
Μια κρίσιμη στιγμή έρχεται όταν ο Marcello περνά χρόνο με τον διανοούμενο φίλο του, Steiner, έναν άνθρωπο που φαινομενικά τα έχει όλα: οικογένεια, πολιτιστική δέσμευση και πνευματικό βάθος. Ωστόσο, η απροσδόκητη αυτοκτονία του χρησιμεύει ως σκοτεινή καμπή, υποδηλώνοντας ότι ακόμη και εκείνοι που φαίνεται να έχουν αποκτήσει νόημα, μαστίζονται από απόγνωση. Ο θάνατος του Steiner σηματοδοτεί την κατάρρευση του ιδανικού που φιλοδοξούσε ο Marcello, βαθαίνοντας τη δική του απογοήτευση.
Στην πιο ανθρώπινη και συγκινητική σεκάνς της ταινίας, ο Marcello πληροφορείται ότι ο πατέρας του (Annibale Ninchi), επαγγελματίας πωλητής, έχει επισκεφθεί τη Ρώμη και τον αναζητά στη Βία Βένετο. Συναντιούνται και διασκεδάζουν μαζί σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, όπου φαίνεται πόσο λίγα γνωρίζει για τον πατέρα του και πόσο αποξενωμένοι είναι. Αφού παρακολουθήσουν έναν κλόουν με θλιμμένο πρόσωπο να καθοδηγεί μπαλόνια παίζοντας στην τρομπέτα του τη μελαγχολική μελωδία του Nino Rotta, ο πατέρας του, γεμάτος με το θάρρος της σαμπάνιας, φλερτάρει τολμηρά με μια νεαρή χορεύτρια που χρωστάει στον Marcello μια χάρη. Ωστόσο όταν τη συνοδεύει στο δωμάτιο της, νοιώθει αδιαθεσία και φεύγει μέσα στη νύχτα για να επιστρέψει στην πόλη του. Οι στιγμές που ο συντετριμμένος πατέρας συνειδητοποιεί το διαφαινόμενο τέλος της ερωτικής του ζωής, χωρίς να αντέχει να κοιτάξει τον γιο του στα μάτια, είναι από τις πιο συντριπτικές που μας χάρισε ο μάγος Fellini. Η «Γλυκιά Ζωή» αφήνει πικρή επίγευση…
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr