Οι τελευταίες μέρες της αποικιοκρατίας, όπως καταγράφονται στο βλέμμα ενός μικρού παιδιού, βρίσκονται στο κέντρο σε αυτή τη γαλλική ταινία του Robin Campillo.
1972. Μια γαλλική στρατιωτική βάση στη Μαδαγασκάρη. Το κοινό γεύμα τριών οικογενειών στρατιωτικών. Μέσα στα μέλη της οικογένειας, παρατηρητής των τεκταινομένων, είναι και ο οκτάχρονος Τομά…
Η σκηνοθεσία αφηγείται τη ζωή σ’ αυτήν την στρατιωτική βάση, μέσα από τα μάτια του μικρού ήρωα. Στο κέντρο βρίσκεται πάντα η οικογένειά του: ο αεροπόρος πατέρας, η νοικοκυρά μητέρα και τα δύο μεγαλύτερα σε ηλικία αδέλφια του. Συνοδοιπόρος σε αυτή την καταγραφή είναι μια συνομήλικη του φίλη, βιετναμεζικής καταγωγής.
Ένας περίκλειστος χώρος σε έναν εξωτικό τόπο, οι διασκεδάσεις και οι έρωτες των μεγάλων, τα παιχνίδια των μικρών, οι κοινωνικές εκδηλώσεις -τελετουργίες της κοινοτικής ζωής στην στρατιωτική βάση, οι παιδικές φιλίες, οι εφηβικοί έρωτες, η δύσκολη οικογενειακή ζωή, οι ταξικότητες και οι ιεραρχίες μέσα στον περίκλειστο σύμπαν, η ζωή σε έναν ξένο τόπο που φαντάζει σαν ο παράδεισος: μάρτυρας όλων των προηγούμενων γίνεται ο μικρός ήρωας -ένας παρατηρητής των εξωτερικών φαινομένων και των εσώτερων συναισθημάτων.
Και στο φόντο της δράσης ό,τι συμβαίνει έξω από την στρατιωτική βάση -μια εξέγερση- και ο υποβόσκων ρατσισμός των Γάλλων αποικιοκρατών. Ιντερλούδια της αφήγησης συνιστούν οι φαντασιώσεις του νεαρού ήρωα εμπνεόμενες από τα περιπετειώδη διαβάσματα του, για μια ηρωίδα περιπετειωδών αφηγήσεων της Φαντομέτ. Εδώ σ’ αυτά επεισόδια υπάρχει ένα μη -ρεαλιστικό, ονειρικό ύφος, συγγενές των αφηγήσεων του David Lynch.
Οι κρυφοί πρωταγωνιστές της ταινίας, όμως, είναι οι γονείς του μικρού ήρωα: η δυσαρέσκεια και μελαγχολία της μητέρας, η απόσταση στο ζευγάρι, οι φανερές (ή όχι και τόσο φανερές συγκρούσεις), συνιστούν ένα μεγάλο μέρος της αφήγησης. Είναι οι αγωνίες, τα πάθη, τα συναισθήματα, τα μυστήρια της ενήλικης ζωής που βρίσκονται στο κέντρο, όπως αποτυπώνονται με τρόπο μαγικό στο βλέμμα του 8χρονου παιδιού.
Η ζωή στο κλειστό σύμπαν μια στρατιωτικής βάσης υπήρξε το θέμα στο σήριαλ We Are Who We Are (2020) του Luca Guadagnino, ωστόσο εδώ ο χειρισμός είναι διαφορετικός. Η ταινία του Robin Campillo (120 battements par minute, 2017) στέκεται κάποιες φορές αναποφάσιστη και μετέωρη: ανάμεσα σε μια ταινία για την παιδική ηλικία -και την αποκάλυψη του κόσμου των ενηλίκων μέσα από ένα παιδικό βλέμμα- αλλά και σε μια ταινία για την εσωτερική ζωή της αποικιοκρατίας.
Ο μαγικός εξωτισμός του τόπου -ο μικρός ήρωας αλλά και οι ενήλικοι κεντρικοί χαρακτήρες έχουν διαρκώς την αίσθηση ότι ζουν σε έναν επίγειο παράδεισο που πρόκειται να απολέσουν- είναι ένας παράγοντας που μοιάζει να υπονομεύει το στρατιωτικό και εν μέρει αποικιοκρατικό χαρακτήρα της διαμονής τους σε αυτόν τον τόπο.
Ό,τι κρύβεται στο φόντο της αφήγησης έρχεται στην επιφάνεια στην κορύφωσή της, στο coda της αφήγησης: η αποικιοκρατία, η κυριαρχία των λευκών απέναντι στους ντόπιους. Εδώ δεν υπάρχει ως αφηγητής ο μικρός ήρωας ούτε ο προσωπικός τόνος της αφήγησης, αλλά υπάρχει ένας ο τριτοπρόσωπος ουδέτερος και εν μέρει "ψυχρός" αφηγητής. Αυτό το μέρος της αφήγησης, που μοιάζει ετερόκλητο και χωρίς σύνδεση με ό,τι προηγήθηκε, διαλύει τη θέρμη και τα όποια στοιχεία μαγικού ρεαλισμού υπήρχαν και γειώνει την ταινία στο σκληρό έδαφος του πραγματικού και του πολιτικού…
Δημήτρης Μπάμπας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinephilia.gr