Από τα καλύτερα φιλμ νουάρ, “Ο μεγάλος ύπνος” (ελληνικός τίτλος: “Πάθος και αίμα”) συνδυάζει με τον πιο τέλειο τρόπο τρία σημαντικά στοιχεία: το μυθιστόρημα του Ρέιμοντ Τσάντλερ (στο σενάριο του οποίου συνεργάστηκε και ο Γουίλιαμ Φόκνερ), την άψογη σκηνοθεσία του Χάουορντ Χοκς και την υποδειγματική ερμηνεία του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στο ρόλο του Φίλιπ Μάρλοου – απόμακρος ιδεαλιστής, σαρκαστικός, αρχέτυπο του αδιάφθορου ιδιωτικού ντετέκτιβ, ερμηνεία που δεν κατάφερε να ξεπεράσει κανένας από τους ηθοποιούς που ενσάρκωσαν τον Μάρλοου, σε άλλες ταινίες, πριν ή μετά απ΄ αυτόν (Ντικ Πάουελ, Ρόμπερτ Μοντγκόμερι, Ελιοτ Γκουλντ, Ρόμπερτ Μίτσαμ, κ.ά.).
Στην ταινία, ο ντετέκτιβ Μάρλοου καλείται να βοηθήσει την κόρη ενός στρατηγού, θύμα εκβιασμού ενός βιβλιοπώλη που έχει στην κατοχή του σκανδαλοθηρικές φωτογραφίες της. Ενώ η έρευνα προχωρεί , όλοι γύρω από τον Μάρλοου (από τον ίδιο το στρατηγό και τις δυο κόρες του μέχρι και την αστυνομία) προσπαθούν τελικά να τον πείσουν να εγκαταλείψει την υπόθεση, εκείνος όμως συνεχίζει με πείσμα την έρευνα, για να μπλεχτεί σε μια πολύπλοκη, θανάσιμη περιπέτεια.
Παρ’ όλο που στα βιβλία του Τσάντλερ ο Μάρλοου παρουσιάζεται εξωτερικά πολύ διαφορετικός, η ερμηνεία του Μπόγκαρτ στην ταινία ήταν τέτοια που το πρόσωπό του έχει άρρητα δεθεί με τον ήρωα των μυθιστορημάτων. Ο Χοκς, από τους λιγοστούς κατ’ εξοχήν “Αμερικανούς” σκηνοθέτες, από τους αληθινά μεγάλους του παλιού Χόλιγουντ (μαζί με λιγοστούς άλλους όπως οι Τζον Φορντ, Κινγκ Βίντορ, Ραούλ Γουόλς, Νίκολας Ρέι και Σάμιουελ Φούλερ), συνέλαβε σωστά τη μαύρη ατμόσφαιρα του βιβλίου, σκιτσάροντας με δύναμη τον κόσμο στον οποίο κινούνται τα πρόσωπά του, το βουτηγμένο στη διαφθορά Λος Άντζελες, τους έρημους, μισοσκότεινους δρόμους του, τα στενά, βρώμικα σοκάκια, τα φτηνά ξενοδοχεία, τα ύποπτα μπαρ, χώρους όπου ζει και δρα ο Μάρλοου, είδος σύγχρονου ιππότη, απομακρυσμένου από το νόμο (που αντίθετα μ’ αυτόν είναι συχνά βρώμικος και πουλημένος), ακολουθώντας τους δικούς του κανόνες τιμής.
Παρά το μισογυνισμό που κυριαρχεί στο κλασικό φιλμ νουάρ, εδώ, χάρη στην παρουσία της Λόρεν Μπακόλ (δεύτερη φορά που συμπρωταγωνιστεί με τον Μπόγκαρτ, ύστερα από το “Να έχεις και να μην έχεις” που είχε και πάλιν σκηνοθετήσει ο Χοκς), και τους διαλόγους των Φόκνερ και Τσάντλερ, οι σκηνές ανάμεσα στο ζευγάρι Μπόγκαρτ-Μπακόλ αποκτούν μιαν ασυνήθιστη, ιδιαίτερα τολμηρή για την εποχή, ηλεκτρισμένη ερωτικά, ατμόσφαιρα, με απόγειο τη σκηνή όπου η ερωτική πράξη υποβάλλεται με υπονοούμενα μέσα από ένα διάλογο για ιππασία! Από τις άλλες αξέχαστες σκηνές της ταινίας αναφέρω εκείνη στην οποία ο Μπόγκαρτ γίνεται άθελά του μάρτυρας της δηλητηρίασης ενός ανθρωπάκου (Ελάισα Κουκ Τζούνιορ), που προτιμά να πεθάνει παρά να καταδώσει την (έστω μοχθηρή και αναξιόπιστη) φίλη του, ή εκείνη, διανθισμένη με απολαυστικό χιούμορ, στην οποία ο Μπόγκαρτ μπαίνει σ’ ένα βιβλιοπωλείο για να μπορέσει να παρακολουθήσει όσα συμβαίνουν στο απέναντι κατάστημα κι αντιμετωπίζει την προκλητική υπάλληλο της Ντόροθι Μαλόουν, καταλήγοντας σε μια φορτισμένη ερωτικά σκηνή στην οποία εκείνη βγάζει τα γυαλιά της και λύνει τα μαλλιά της, έτοιμη να του δοθεί.
Αν και η πλοκή της ταινίας δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρη ούτε για τον Χοκς ούτε για τους ίδιους τους σεναριογράφους της (ο Τσάντλερ μάλιστα όταν ρωτήθηκε ποιος ήταν ο δολοφόνος του σοφέρ του στρατηγού λέγεται ότι απάντησε: “Πού στο διάολο θέλετε να ξέρω;”), ο Χοκς κατάφερε χάρη τόσο στον εκπληκτικό, σοφά οργανωμένο, ρυθμό του όσο και στις ανεπανάληπτες ερμηνείες των ηθοποιών του να παρασύρει το θεατή ώστε να αδιαφορεί για παρόμοιες λεπτομέρειες.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr