Ο Έρικ και η Σέλι γνωρίζονται σ’ ένα κέντρο αποτοξίνωσης, ερωτεύονται, όμως, αποτελούν στόχους του οργανωμένου εγκλήματος και δολοφονούνται από τη συμμορία του αρχικακοποιού Βίνσεντ Ρεγκ, ενός ανθρώπου που έχει κάνει συμφωνία με τον Διάβολο για να του προσφέρει αθώες ψυχές, με αντάλλαγμα την αιώνια ζωή. Η αγάπη του Έρικ για την Σέλι μπορεί να τον φέρει πίσω στη Γη, ώστε να πάρει την εκδίκησή του;
Από την εποχή της original ταινίας του Άλεξ Πρόγιας, το 1994, δεν αισθάνθηκα ποτέ την ανάγκη να ξαναδώ το «Κοράκι». Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν με είχε ικανοποιήσει ως φιλμ. Μάλλον έφταιξε περισσότερο ο κορεσμός, από την μετατροπή του σε franchise, με τρεις συνέχειες (το 1996, το 2000 και το 2005) σαφώς (τραγικά) κατώτερης ποιότητας. Σήμερα, ο Ρούπερτ Σάντερς («Η Χιονάτη και ο Κυνηγός», «Το Φάντασμα στο Κέλυφος») επιχειρεί ένα σχετικά παράτολμο reboot, το οποίο πριν καν προβληθεί στους κινηματογράφους αντιμετώπισε την απέχθεια και την εχθρικότητα των fans της «καταραμένης» (εξαιτίας του θανάτου του Μπράντον Λι στα γυρίσματα) ταινίας του Πρόγιας. Ίσως άδικα.
Τα βασικά προβλήματα τούτου του remake εντοπίζονται πρωτίστως στην (οποία ειρωνεία!)… απουσία ψυχής του έργου. Εκτός από το λάθος casting του Μπιλ Σκάρσγκαρντ, ο Έρικ του δεν αποκτά ποτέ έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα για τον οποίο ο θεατής θα νοιαστεί. Το ολιγόλεπτο, εισαγωγικό flashback του ανήλικου ήρωα που βλέπει το άλογό του να υποφέρει και να πεθαίνει αποτελεί το μοναδικό στοιχείο που έχουμε για να τον ψυχολογήσουμε, ο εγκλεισμός του σε κέντρο αποτοξίνωσης εμφανίζεται… ακαριαία κατόπιν και ακόμη και το ερωτικό του ενδιαφέρον για την Σέλι δεν καταναλώνει ικανοποιητική ποσότητα συναισθήματος, έτσι ώστε να μας επιτρέψει να νιώσουμε ουσιαστικά της ύπαρξη αυτής της αγάπης / σχέσης.
Το φιλμ αποκτά ένα κάποιο ενδιαφέρον μετά τον… θάνατο του νεαρού ζευγαριού, με τον Έρικ να επιχειρεί να φέρει την αγαπημένη του πίσω από την Κόλαση, επιστρέφοντας στη Γη και αναζητώντας εκδίκηση για τη δολοφονία της/τους. Στιλιστικά και αφηγηματικά, τούτο το «Κοράκι» συγγενεύει με τη… γαλλική σχολή σκηνοθετών όπως ο Λικ Μπεσόν ή ο Ζαν-Ζακ Μπενέξ της περιόδου από τα μέσα του ’80 έως τα μέσα του ’90, με «μακιγιάζ» goth αισθητικής και αποχρώσεων, που ενίοτε καταφέρνει να παρασύρει το βλέμμα και να σε κερδίζει. Το τελευταίο συμβαίνει σταδιακά και απογειώνεται στη σεκάνς της επίθεσης σε μια παράσταση opera, με στιγμές ανθολογίας κι ένα αιματοκύλισμα μονομαχίας που κοντεύει να φτάσει το επικό μακελειό της Ούμα Θέρμαν εναντίον των Crazy 88 στο πρώτο «Kill Bill» (2003), χωρίς να πέφτει στην παγίδα του… ταραντινισμού!
Σε κάποιο επίπεδο, η δουλειά του Σάντερς δικαιώνει το εγχείρημα, η δράση αποζημιώνει, το soundtrack (με ενθέσεις από Joy Division μέχρι Foals) στήνει ατμόσφαιρα, αλλά τα κενά της σύνδεσης στην πλοκή και οι (συνολικά) αδύναμοι, «χάρτινοι» χαρακτήρες του σεναρίου σαμποτάρουν τις καλύτερες προθέσεις αναθέρμανσης ενδιαφέροντος και αναβίωσης τούτου του κομιξάδικου ήρωα.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Ένα… άψυχο «Κοράκι», καλοφτιαγμένο και ενίοτε συναρπαστικό σε εικόνες και δράση, το οποίο δεν καταφέρνει να κορυφωθεί σε κάτι πραγματικά αξιομνημόνευτο. Πάντως, οι κριτικές (του εξωτερικού, τουλάχιστον) που το ξέσκισαν σίγουρα το αδίκησαν, έχουμε δει… τέρατα και τέρατα εσχάτως, δεν ήταν δα και κάθοδος στην Κόλαση η παρακολούθησή του!
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr