Ο Ματιέ, διάσημος ηθοποιός, καταφεύγει σε ένα πολυτελές σπα μιας μικρής παραθαλάσσιας πόλης της δυτικής Γαλλίας για να ξεφύγει από μια επαγγελματική αποτυχία, η οποία εντείνει το ψυχολογικό και υπαρξιακό του αδιέξοδο. Εκείνο που δεν ξέρει είναι ότι εκεί μένει η Αλίτσε, με την οποία έζησαν μια δυνατή ερωτική ιστορία πριν από δεκαπέντε χρόνια, προτού ο καθένας πάρει τον δρόμο του και διακόψουν κάθε επαφή.
Έτοιμος να κάνει το τολμηρό άλμα στη θεατρική σκηνή μετά από μια εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα στο σινεμά, ο Ματιέ (Γκιγιόμ Κανέ) εγκαταλείπει μερικές εβδομάδες πριν από την πρεμιέρα το στοίχημα προς μεγάλη αγανάκτηση της σκηνοθέτιδάς του και «αναρρώνει» σε ένα πολυτελές σπα της Βρετάνης, κάνοντας θαλασσοθεραπεία, ενώ στην ουσία έχει ανάγκη από ψυχανάλυση για μια οξεία κρίση μέσης ηλικίας – είναι ακριβώς 50. Κι ενώ αναλογίζεται ποιο θα είναι το ιδανικότερο από τα σενάρια που τον περιμένουν, την ίδια στιγμή που οι πελάτες τον αναγνωρίζουν και ζητούν selfie τις πιο ακατάλληλες στιγμές, πελαγώνει (κωμικά) με τις συσκευές που υποτίθεται σχεδιάστηκαν για να τον ανακουφίσουν, με έναν γυμναστή που του ζητά να ανασάνει σωστά, ενώ δεν έχει ιδέα ποιος είναι, μια αγάπη από το παρελθόν τού χτυπά την πόρτα αναπάντεχα.
Η Αλίτσε, που ζει χρόνια στη Γαλλία, αλλά τα γαλλικά της χειροτερεύουν, όπως της λέει για να σπάσει τον πάγο στην πρώτη τους συνάντηση μετά τον χωρισμό τους πριν από δεκαπέντε χρόνια, μαθαίνει πως εκείνος βρίσκεται στο παραθαλάσσιο χωριό της και του συστήνεται ξανά, ως δασκάλα πιάνου, σύζυγος, μητέρα μιας έφηβης αλλά και ως μια γυναίκα που ζει μια ανομολόγητη μοναχικότητα. Σταδιακά του υπενθυμίζει πως την εγκατέλειψε, πως ακόμη τον αγαπά και πως η εκκρεμότητα στη σχέση τους είναι μια πληγή που ποτέ δεν ξεπέρασε σε αντίθεση με αυτόν που, όπως του λέει πικρά, εκτός από την επιτυχία, την απήχηση και την υλική άνεση, «η ζωή είναι πιο εύκολη για σένα, παίρνεις, πετάς και μετά φεύγεις». Ωστόσο, το γλυκό, σχεδόν παιδικό μειδίαμα της Άλμπα Ρορβάκερ προσδίδει μια καλόβολη ελαφρότητα στον πόνο που κουβαλά σιωπηλά τόσα χρόνια, μια ειλικρίνεια που καταλαβαίνει ακόμη κι ένας τόσο απασχολημένος με τον εαυτό του ηθοποιός, αν και βασικά καλών προθέσεων άνθρωπος σαν τον κουρασμένο Ματιέ, όπως τον υποδύεται ιδανικά ο Κανέ.
Υπάρχει μια αφοπλιστική τρυφερότητα στο Μαζί ξανά, ένα αιθέριο και ασυνήθιστο αισθηματικό δράμα για την ανοιχτή πιθανότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας-επανένωσης ή αποχαιρετισμού – θα το δείτε στο τέλος. Τον κενό χώρο της καρδιάς και την άνιση, συχνά άδικη σχέση δυο εραστών χαμένων στον χρόνο συλλαμβάνει ο Στεφάν Μπριζέ, ένας σκηνοθέτης που μας έχει συνηθίσει σε άλλου τύπου αποστολές, περισσότερο κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου, συνήθως με πρωταγωνιστή τον Βενσάν Λεντόν. Ειδικά στη μεγάλη, μεσαία σεκάνς του γάμου μιας γηραιάς φίλης της Αλίτσε, με τον ελάχιστο διάλογο και τη φοβερή περφόρμανς δυο whistlers στο πάρτι, συνοψίζεται ο τόνος της ταινίας που διαγωνίστηκε για τον Χρυσό Λέοντα στο 80ό Φεστιβάλ Βενετίας.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr