Οι έξυπνες σεναριακές ιδέες, το μαύρο χιούμορ και οι στιβαρές ερμηνείες προσδίδουν χαρακτήρα σε ένα περιστασιακά αξιομνημόνευτο ντεμπούτο, το οποίο διαχειρίζεται άνισα το υλικό του.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Χάρη Βαφειάδη, το οποίο έρχεται δεκατέσσερα χρόνια μετά τη μοναδική, βραβευμένη στη Δράμα μικρού μήκους του (το σκληρού ρεαλισμού "13½"), χωρίζεται σε δύο κόσμους. Από τη μία βρίσκεται ο Φάνης (Θάνος Τοκάκης), ένας άντρας που βιώνει αδιέξοδα σε κάθε πεδίο της ζωής του. Χρήματα δεν έχει, με την οικογένειά του έχει αποξενωθεί και ζει έχοντας το απωθημένο πως κάποτε υπήρξε σταρ διάσημου ριάλιτι. Από την άλλη, υπάρχει ο Παύλος (Μιχάλης Συριόπουλος), ο οποίος φαινομενικά έχει τα πάντα. Ένα τέλειο σπίτι, έναν καλό γάμο και έναν φρόνιμο γιο. Πίσω από την αψεγάδιαστη επιφάνεια, βέβαια, βρίσκονται μυστικά, ψέματα και αποσιωπημένα λάθη που μπορούν να αποβούν μοιραία. Οι δύο παράλληλες ιστορίες τέμνονται όταν οι διαφορετικές ανάγκες των ταπεινωμένων ηρώων βρίσκουν μια παράδοξη κοινή λύση, η οποία ευελπιστούν να μην αποδειχθεί ένα ακόμα μικρό πράγμα που πήγε λάθος.
Παρότι δεν δηλώνεται ξεκάθαρα, ο Βαφειάδης απεικονίζει εδώ μια εκδοχή της Ελλάδας της κρίσης που τείνουμε να ξεχάσουμε. Ίσως έχει ξεπεραστεί η συζήτηση γύρω από την απότομη πτώση στο ναδίρ των ανθρώπων που είχαν βιώσει την ευημερία των 90s-00s, ωστόσο, εν προκειμένω γίνεται μια εμβάθυνση στα συμπλέγματα που βγήκαν στην επιφάνεια εξαιτίας αυτής της σαρωτικής ανατροπής. Ειδικά ο χαρακτήρας του Φάνη μετουσιώνει όλες τις ψευδαισθήσεις του μοντέρνου Έλληνα, όπως η εμμονή με τα περασμένα μεγαλεία ως αντιστάθμισμα της τωρινής μιζέριας και μια ακλόνητη απογοήτευση για τις ευκαιρίες που πέρασαν ανεπιστρεπτί. Οι αρετές της ταινίας εντοπίζονται ακριβώς στην επιλογή του Βαφειάδη να μην εξαντλήσει τις θεματικές του σε βαρύγδουπους σχολιασμούς, αλλά να ψυχογραφήσει τους ήρωές του χρησιμοποιώντας μαύρο χιούμορ και μερικές ευρηματικές σεναριακές ιδέες (η δουλειά του Φάνη). Πτυχές που απογειώνει με την ερμηνεία του ο –πάντα κινηματογραφικά αξιόπιστος– Θάνος Τοκάκης, ο οποίος ισορροπεί μεταξύ φρενίτιδας, αγανάκτησης και τρυφερότητας.
Τα βασικό πρόβλημα του φιλμ συνοψίζεται στον άνισο τρόπο που διαχειρίζεται τους δύο κόσμους του. Όταν η προσοχή μεταφέρεται στον Παύλο, κυριαρχεί η αίσθηση πως από την πρότερη πληθωρικότητα έχουμε περάσει πια σε κάτι πιο υποτονικό και άνευρο. Ομολογουμένως, πρόκειται για ένα ρίσκο του Βαφειάδη, καθώς η αλλαγή σε ένα ψυχρά εγκεφαλικό ύφος έρχεται να ταιριάξει με την ιδιοσυγκρασία του χαρακτήρα του, επιλογή απολύτως κατανοητή, αλλά κάπως αναμενόμενη. Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε δει "πλούσιους" σε αψεγάδιαστα πολυτελή διαμερίσματα, ανήμπορους να επικοινωνήσουν με τα συναισθήματά τους; Ίσως, πάλι, η κεντρική αφηγηματική ιδέα να ταίριαζε καλύτερα σε μια μικρού παρά σε μια μεγάλου μήκους, αν κρίνουμε από το πόσο απλώνεται η δραματουργία για να "αγγίξει" το φράγμα των 90 λεπτών.
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr