Μενού

ΚΩΔΙΚΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ - Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος

2167 3

Ένα αρχικά ψυχαγωγικό σασπένς θρίλερ, παρά τις εξόφθαλμες ομοιότητές του με πρόσφατα φιλμ, οδηγείται σε μια υπερβολή που φλερτάρει με το γκροτέσκο και δεν αγγίζει παρά μονάχα την επιφάνεια όσων το απασχολούν.

Από ότι φαίνεται, τα οσκαρικά "Τρέξε!" (Τζόρνταν Πιλ, 2017) και "Παράσιτα" (Μπονγκ Τζουν-χο) υπήρξαν περισσότερο επιδραστικά προς τη χολιγουντιανή κινηματογραφική παραγωγή που τους διαδέχθηκε από ότι θα περίμενε κανείς. Χωρίς ακριβώς να ευθύνονται ξεκάθαρα οι εν λόγω ταινίες για την παρακάτω τάση, είναι γεγονός πως την τελευταία πενταετία έχουν αυξηθεί οι πρωτοκλασάτες αμερικανικές παραγωγές οι οποίες καταφέρονται ανοιχτά ενάντια στον εγγενή ρατσισμό, το μισογυνισμό και την απληστία των υπερ-πλούσιων στις ΗΠΑ. Τίτλοι σαν το, "Μην Ανησυχείς Αγάπη μου" (Ολίβια Γουάιλντ, 2022), το "Μενού" (Μαρκ Μάιλοντ, 2022) και το "Saltburn" (Έμεραλντ Φενέλ, 2023), το βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα "Τρίγωνο της Θλίψης" (Ρούμπεν Έστλουντ, 2022), αλλά και σειρές σαν το "White Lotus" και το "Succession", αποδομούν αμείλικτα τα βαθιά ριζωμένα συμπλέγματα και την απόσταση από την πραγματικότητα που διακατέχουν μια υπερηχητικά μεγαλοαστική ζωή. Παράλληλα, την ίδια περίοδο η δημόσια σφαίρα της αμερικανικής πραγματικότητας κινείται στο ρυθμό δισεκατομμυριούχων διασημοτήτων περισσότερο από ποτέ. Από τα tweets των Ντόναλντ Τραμπ και Ίλον Μασκ, το λουσάτο λαϊφστάιλ των Καρντάσιαν και τις τραγελαφικά μικρές αποστάσεις για τις οποίες χρησιμοποιεί η Τέιλορ Σουίφτ το ιδιωτικό τζετ της, μέχρι πιο σκοτεινά πρόσωπα σαν την αποτρόπαιη περίπτωση του Τζέφρι Επστάιν.

Κάπου εδώ φτάνει στους κινηματογράφους ο "Κώδικας Κινδύνου". Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της αξιοπρεπούς ηθοποιού Ζόι Κράβιτζ ("The Batman", "High Fidelity" - η σειρά), η οποία είναι σαφές πως έχει μεταβολίσει όλη την παραπάνω συγκυρία για να τη μετατρέψει στο σενάριο ενός πολυτελούς ψυχολογικού θρίλερ με κοινωνική συνείδηση, το οποίο φέρει επίσης την υπογραφή του Ε. Τ. Φέιγκενμπαουμ (συνεργάτες στο "High Fidelity"). Η υπόθεση ξεκινά όταν μια σερβιτόρα (Ναόμι Άκι) καταφέρνει να γνωρίσει έναν ισχυρό μεγιστάνα (Τσάνινγκ Τέιτουμ), ο οποίος στη συνέχεια την προσκαλεί μαζί με την κολλητή της (Άλια Σόκατ) για διακοπές στο ιδιωτικό νησί του. Εκεί την περιμένουν αρκετοί άγνωστοι, όλες οι ανέσεις που μπορεί να φανταστεί, η υπόσχεση ενός ρομάντζου, αλλά και εν αγνοία της οι κίνδυνοι ενός φρικαλέα βίαιου μυστικού.

Αρχικά, αυτό που κλέβει τις εντυπώσεις είναι η οργανική δεξιοτεχνία με την οποία η Κράβιτζ χειρίζεται την κινηματογραφική αφήγηση, μια άνεση που δε θα θεωρούσε κανείς δεδομένη για κανένα πρωτοεμφανιζόμενο. Ενεργητικότητα, υψηλοί παλμοί, ταιριαστή feelgood αύρα και εύστοχη χρήση του χιούμορ, δημιουργούν το κατάλληλο φωτεινό πλαίσιο προτού έρθει το αναπόφευκτο σκοτάδι. Από εκείνο το σημείο και ύστερα, βέβαια, αρχίζουν να αποκαλύπτονται και τα ψεγάδια της ταινίας, ξεκινώντας από το ότι θυμίζει, ακριβώς, τόσα άλλα πρόσφατα παραδείγματα. Έτσι, δεν υπάρχει στα αλήθεια πολύ μεγάλη αγωνία για το τι έρχεται, αφού πάνω-κάτω είναι προβλέψιμο το τι μορφή θα έχει αυτός ο κινηματογραφικός μπαμπούλας. Και εάν αυτό δεν είναι ακριβώς φταίξιμο της Κράβιτζ, η δημιουργός κρατά σίγουρα σημαντική ευθύνη για τις επιλογές της στην προσπάθεια να ξεχωρίσει.

Σε μια προσπάθεια να αποφύγουμε όσο γίνεται τα spoilers, σχολιάζουμε απλά πως η αφήγηση ασχολείται εις βάθος με την έννοια του αποσιωπημένου τραύματος. Μιας παρελθούσας εμπειρίας, δηλαδή, τόσο μακάβριας που το σώμα έχει καταχωνιάσει στα βάθη του υποσυνείδητου. Πρόκειται για μια μοντέρνα όσο και δημοφιλή χάρη στη ψυχανάλυση θεματική, την οποία η Αμερικανίδα ψηλαφεί με ευαισθησία καθώς την αναγάγει σε δομικό σεναριακό μηχανισμό. Παράλληλα, κάνοντας μια σαφή νύξη στην υπόθεση Επστάιν, συνδέει τον αμύθητο πλούτο με τη διαστροφή. Μοιάζει σαν ανωμαλία να κατέχει κάποιος τόσο χρήμα, έτσι έρχεται νομοτελειακά η εκδήλωση κάποιας νοσηρότητας.

Μέχρι εδώ, ο "Κώδικας Κινδύνου" προσφέρεται για ικανοποιητική ψυχαγωγία και ασφαλή ταξικό σχολιασμό. Όταν, όμως, παίρνει τη μορφή ιστορίας εκδίκησης, εκεί η Κράβιτζ αρχίζει να φλερτάρει έντονα με το γκροτέσκο και την αδικαιολόγητη αφέλεια. Το βασικό πρόβλημα είναι πως ενώ η κεντρική ηρωίδα πείθει αβίαστα για το τι την κινητοποιεί και ποια είναι τα διακυβεύματά της, στον αντίποδα, ο χαρακτήρας του Τέιτουμ είναι γραμμένος αμφίσημα. Εκπέμπει περισσότερη καλοσύνη και γοητεία από ότι του επιτρέπει, εν τέλει, το σενάριο, με αποτέλεσμα ποτέ να μη μοιάζει απειλητικός και φυσικά, καθόλου τερατώδης. Το διδακτικό συμπέρασμα δε στο οποίο καταλήγει η ταινία, αποδεικνύει πως εξαρχής κινούνταν σε ρηχά νερά, αγγίζοντας μονάχα την επιφάνεια των ζητημάτων που την απασχολούν.

Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr

Smart Search Module