Το Κοράκι του Άλεξ Πρόγιας είναι από τις ταινίες που «έπρεπε να ήσουν εκεί», όπως λέμε, για να κατανοήσεις τη λατρεία μερίδας σινεφίλ. Διαθέτει, πάντως, ένα δικό του στιλ, αιωρείται επιδέξια μεταξύ post-punk αισθητικής και MTV διαθέσεων και κατάφερε να συλλάβει τη συχνότητα που εξέπεμπε η goth νεολαία των ‘90s – μέχρι και νέο τραγούδι των Cure είχε στο σάουντρακ.
Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε τίποτε από τα παραπάνω για το τωρινό reboot του, μια ταινία δίχως χαρακτήρα, που αδυνατεί να αφουγκραστεί τους αντίστοιχους σημερινούς νεολαίους. Βέβαια, η ομοβροντία αρνητικών σχολίων σε βάρος της σχετίζεται περισσότερο με την οργή των φαν για τη βεβήλωση των «ιερών κειμένων» και λιγότερο με την ίδια την ταινία που, στην πραγματικότητα, τίποτα δεν διαθέτει για να προκαλέσει τόσο έντονα συναισθήματα. Η σκηνή στην όπερα ξεχωρίζει, αλλά φαντάζει ένθετη, η μονομαχία εντός αυτοκινήτου ασκεί μια σχετική γοητεία, τουλάχιστον μέχρι να θυμηθείς την μπαλετική αντίστοιχη του Ι Saw the Devil δια χειρός Κιμ Τζι-Γουν και να κάνεις τις συγκρίσεις. Όσο για το καστ, ο Μπιλ Σκάρσγκαρντ βυθίζεται αποτελεσματικά σε μια κατάσταση απώλειας οτιδήποτε ανθρώπινου πέρα από το ένστικτο της εκδίκησης, ο Ντάνι Χιούστον κατεβάζει στροφές για να συντονιστεί με την (όποια) ατμόσφαιρα, η FKA Twigs τον μαγνητισμό τον έχει, μα βρίσκεται σε αναζήτηση καλύτερης ταινίας.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν αρκεί για να ανιχνευθεί παλμός σε αυτή την παγερή απόπειρα νεορομαντικής αναγέννησης του δημοφιλούς brand name, που βηματίζει άκεφα πάνω στην (ευθεία) γραμμή μεταξύ ζωντανών και νεκρών, όπως ο κουρασμένος και κουρεμένος ήρωας της.
Γιάννης Βασιλείου
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr