Αφού ο Edward Dmytryk διασκεύασε με επιτυχία το μυθιστόρημα του Raymond Chandler «Farewell, My Lovely» στην ταινία του 1944 «Murder My Sweet», ήταν θέμα χρόνου να τύχoυν κινηματογραφικής εκμετάλλευσης και άλλες ιστορίες του Chandler, με ήρωα τον ντετέκτιβ Philip Marlowe. Σύντομα θα ακολουθούσαν οι διασκευές του πρώτου του μυθιστορήματος, «The Big Sleep» (1946) από τον Howard Hawks και του «The High Window» (με τίτλο «The Brasher Doubloon») το 1947 από τον John Brahm.
Ο Howard Hawks (1896-1977) υπήρξε εμβληματικός αμερικανός σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος στη Χρυσή Εποχή του Χόλιγουντ. Είχε μια αξιοσημείωτη καριέρα που διήρκεσε αρκετές δεκαετίες, κατά τη διάρκεια της οποίας όχι μόνο διέσχισε με ευελιξία τα είδη (γουέστερν, κωμωδίες, μιούζικαλ, δράματα και ταινίες δράσης), αλλά συνέβαλε προσωπικά στη δημιουργία τους. Στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, επινόησε τη screwball κωμωδία με ταινίες όπως “Twentieth Century”(1934), “Bringing up baby” (1938), “His Girl Friday” (1940), “I was a Male War Bride» (1949). Ανακαλύφθηκε και επαναξιολογήθηκε τη δεκαετία του 1960 από τους τότε νεαρούς κριτικούς του «Cahiers du Cinèma» που τον έχρισαν “auteur”. Ο ίδιος ουσιαστικά απέρριψε αυτό τον χαρακτηρισμό θεωρώντας τον εαυτό περισσότερο καλό τεχνίτη παρά «δημιουργ». «Το μόνο που κάνω είναι να αφηγούμαι μια ιστορία, δεν την αναλύω ούτε τη σκέφτομαι πολύ. Νομίζω ότι η δουλειά μας είναι να δημιουργούμε διασκέδαση» δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ο «Μεγάλος Ύπνος» θεωρείται η επιτομή των ταινιών του Χόλιγουντ με ντετέκτιβ, στη δεκαετία του ’40. Ωστόσο δεν μιλάμε για ένα τυπικό νουάρ καθώς δεν χρησιμοποιούνται οι “low key” φωτισμοί, το τέλος του είναι αισιόδοξο και ο ήρωας στερείται την απαιτούμενη μοιρολατρία του είδους. Ο Hawks δημιουργεί μια απόλυτα ψυχαγωγική μελέτη συμπεριφοράς, στην οποία εκφράζονται οι δύο βασικές εμμονές του: ο επαγγελματισμός, με τον Marlowe να πηγαίνει την έρευνα του ως το τέλος, και η ψυχρή ευφυΐα που χαρακτηρίζει τις πράξεις αλλά και τον ερωτικό του λόγο. Το έξοχο σενάριο των William Faulkner, Leigh Brackett και Jules Furthman είναι χτισμένο με κοφτούς διαλόγους σε ειρωνικό και σαρκαστικό τόνο -δάνειο από τις κωμωδίες του Hawks- ακόμα και στις πιο δραματικές στιγμές. Άλλωστε ο ίδιος δήλωσε ότι «το πραγματικό δράμα είναι πολύ κοντά στο να γίνει κωμωδία, ενώ το καλύτερο δράμα στον κόσμο είναι το κωμικό».
Η πλοκή της ταινίας είναι μερικές φορές τόσο δαιδαλώδης που ακόμη και όταν ζητήθηκε από τον Chandler να κατονομάσει τον δράστη μιας από τις πολλές δολοφονίες απάντησε απλώς: «Δεν έχω ιδέα». Ο ρυθμός είναι τόσο φρενήρης που σπάνια οι χαρακτήρες σταματούν για να εξηγήσουν τι συμβαίνει. Ωστόσο, η βασική αφήγηση είναι τυπική. Ο Marlow προσλαμβάνεται από τον πλούσιο στρατηγό Sternwood (Charles Waldron) για να ερευνήσει έναν βιβλιοπώλη ονόματι Geiger που φαίνεται να εκβιάζει την μικρή κόρη του, Carmen (Martha Vickers). Η μεγαλύτερη αδελφή της, Vivian (Lauren Bacall), υποψιάζεται ότι το πραγματικό κίνητρο του πατέρα της είναι να βρει τον στενό φίλο του, Sean Regan, που έχει μυστηριωδώς εξαφανιστεί. Φυσικά, αυτές οι δύο αναζητήσεις ενώνονται σε ένα αίνιγμα -απεικονίζοντας έναν παρακμιακό και διεφθαρμένο κόσμο που ταλανίζεται από φόνους, εκβιασμούς, τζόγο, πορνογραφία, νυμφομανία, χρήση ναρκωτικών και συγκαλυμμένη ομοφυλοφιλία. Και όπως αρμόζει σε κάθε αξιοσέβαστο νουάρ, πάντοτε υπάρχει ρόλος για τον μόνιμα αναλώσιμο Elisha Cook Jr., στον ρόλο ενός μικροαπατεώνα που από αγάπη θα προστατεύσει μέχρι θανάτου μια γυναίκα που δεν την αξίζει.
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην οπτική του Ηawks στο «The Big Sleep» με αυτήν του Dmytryk στο προγενέστερο «Murder My Sweet». Εκτός από την απουσία της «voice over» αφήγησης που καθιστά το έργο του Ηawks λιγότερο υποκειμενικό και πιο κοντά στο κλασικό μοντέλο του Χόλιγουντ, ο Bogart μοιάζει άτρωτος, σε αντίθεση με τον ευάλωτο Dick Powell, έχοντας συνεχώς τον έλεγχο της κατάστασης. Έχει τρομερή αυτοπεποίθηση ώστε να παραδέχεται ότι δεν είναι πολύ ψηλός («Προσπαθώ να είμαι»), ενώ στην ερώτηση «Πώς προτιμάς το μπράντι σου;» απαντά «Σε ποτήρι». Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχει η γυναίκα-αράχνη που θα παγιδεύσει τον ήρωα, ενώ και οι κακοί είναι μάλλον γοητευτικοί και ευχάριστοι παρά ψυχοπαθείς και σαδιστές. Ο Marlow του Bogart έχει την ικανότητα να συνδυάσει όλα τα ξεφτισμένα νήματα της πλοκής και να αποδώσει μια μορφή ποιητικής δικαιοσύνης, στην οποία οι ένοχοι πεθαίνουν και οι εύθραυστοι προστατεύονται.
Η κάμερα του Sidney Hickox, σχεδόν ακίνητη, συνθέτει πλούσια και προσεγμένα στη λεπτομέρεια κάδρα σε αντίθεση με τις απογυμνωμένες εικόνες του τυπικού νουάρ. Η δράση υποστηρίζεται από την κίνηση των χαρακτήρων μέσα στο κάδρο, με χρήση του βάθους πεδίου που αξιοποιεί τη mise-en-scène και τη χωρική πολυπλοκότητα του πλάνου. Υπάρχει ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της σκηνοθετικής μαεστρίας του Hawks μέσα σε ένα καζίνο: η κάμερα εστιάζει στη Vivian που τραγουδά περιτριγυρισμένη από κοινό, στο βάθος βλέπουμε τον Marlowe να την παρακολουθεί. Η σεκάνς είναι τόσο ρευστή που ο θεατής δεν παρατηρεί τα κοψίματα και τις αντίθετες λήψεις μεταξύ Vivian και Marlowe, μένοντας με την οπτική εντύπωση ότι πρόκειται για μονοπλάνο.
Μια σειρά από όμορφες γυναίκες προσφέρονται στον Marlowe με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας. Η Carmen, κάθε φορά που εμφανίζεται, τον αποκαλεί «χαριτωμένο» και μάλιστα στην αρχική τους γνωριμία «προσπαθεί να καθίσει στα γόνατα του ενώ αυτός είναι όρθιος». Όταν ο Bogard σκέφτεται είτε να βγει έξω στη βροχή είτε να μοιραστεί ένα ποτό με μια σέξι βιβλιοπώλη, επιλέγει το δεύτερο, λέγοντάς της ότι “μάλλον θα βραχώ εδώ μέσα” ενώ αυτή βγάζει τα γυαλιά της, αφήνει ελευθέρα τα μαλλιά της και κλείνει το βιβλιοπωλείο για «το υπόλοιπο απόγευμα». Ακόμη και μια οδηγός ταξί τού δίνει την επαγγελματική της κάρτα και του λέει να της τηλεφωνήσει αν τη χρειαστεί ξανά, αλλά κατά προτίμηση «το βράδυ, γιατί τη μέρα δουλεύει»!
Υπάρχει βέβαια και η διάσημη σκηνή όπου ο Bogard ως Marlowe και η Bacall ως Vivian βρίσκονται σε εστιατόριο, με τον διάλογο να είναι γεμάτος από βαριές σεξουαλικές μεταφορές με πρόσχημα την ιππασία. «Έχεις μια φινέτσα, αλλά δεν ξέρω πόσο μπορεί να διαρκέσει» αποτείνεται ο Bogie. «Όλα εξαρτώνται από το ποιος κάθεται στη σέλα» τον ενθαρρύνει η Bacall.
Τα ντουέτα Bogart/Marlow και Bacall/Vivian εδραιώνουν τη αξεδιάλυτη σχέση ερμηνευτών και χαρακτήρων συγχωνεύοντας μαγικά την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία. Όταν όλα σχεδόν τα προβλήματα έχουν επιλυθεί, η Vivian κάνοντας μια εκτίμηση της κατάστασης τονίζει στον Marlow ότι έχει αφήσει ημιτελή ζητήματα: «Έχεις ξεχάσει ένα πράγμα. Εμένα». Ο Marlow την τραβά προς το μέρος του και τη ρωτά: «Τι συμβαίνει με σένα;». Η Vivian ανταπαντά με βλέμμα που σιγοκαίει «Τίποτα που δεν μπορείς να διορθώσεις». Ο Hawks μάς καθησυχάζει ότι τελικά και αυτή η εκκρεμότητα διορθώθηκε με την απροκάλυπτη μεταφορά της τελευταίας εικόνας: δύο αναμμένα τσιγάρα σε ένα τασάκι.
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr