Οι μυστηριώδεις φόνοι του Τόκιο
Ο Τακάμπε, ντετέκτιβ της αστυνομίας του Τόκιο, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά φρικιαστικών δολοφονιών που έχουν αναστατώσει την ιαπωνική πρωτεύουσα. Το παράξενο είναι ότι οι υπεύθυνοι των φόνων βρίσκονται κάθε φορά κοντά στο θύμα, ομολογούν το έγκλημά τους αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί το έκαναν! Όμως εκτός από τον άλυτο γρίφο που διερευνά, ο Τακάμπε αντιμετωπίζει και προβλήματα στο σπίτι του καθώς η γυναίκα του Φούμι πάσχει από σχιζοφρένεια και προσπαθεί να την φροντίζει όσο μπορεί καλύτερα. Και ενώ ο ντετέκτιβ μαζί με τον ψυχολόγο Σακούμα προσπαθούν να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει με τους φόνους κι αν το Χ που είναι χαραγμένο στους λαιμούς των θυμάτων συνδέει τα γεγονότα, πέφτει στα χέρια της αστυνομίας ένας άνδρας, ο Μαμίγια, ο οποίος έχει απώλεια μνήμης και δεν θυμάται τίποτα από το παρελθόν του. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του, αποκαλύπτεται ότι ο Μαμίγια στο παρελθόν σπούδαζε ψυχολογία και έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μέθοδο της ύπνωσης. Τότε ο Τακάμπε αποφασίζει να βουτήξει σε άγνωστα νερά για να δει αν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των δολοφόνων, του Μαμίγια και της ύπνωσης.
Το 1997 ο Κιγιόσι Κουροσάουα, με το «Cure» εισβάλλει δυναμικά στον παγκόσμιο κινηματογράφο κερδίζοντας το θαυμασμό του κοινού και αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Μάλιστα ο Μάρτιν Σκορσέζε αναφερόμενος στην ταινία του ιάπωνα συναδέλφου του μίλησε για «ένα απόλυτο αριστούργημα φωτισμών, καδραρίσματος και ρυθμού».
Η αλήθεια είναι πως ο Κουροσάουα -που αν αναρωτιέστε, δεν έχει καμία σχέση με τον Ακίρα Κουροσάουα- σκηνοθετεί ένα πανέμορφο, μελαγχολικό, ατμοσφαιρικό ψυχολογικό φιλμ νουάρ, μια ταινία που μέσα από την σαγήνη των εικόνων του οδηγεί το θεατή σε ένα υπνωτιστικό ταξίδι.
Η αριστοτεχνική σκηνοθεσία χαρακτηρίζεται από λιτότητα και σιγουριά, είναι εύστοχη και στιβαρή. Ο σκηνοθέτης σαν καπετάνιος οδηγεί το πλοίο του μέσα από τους σκοπέλους ενός δυνατού και δυσκολοδιάβατου σεναρίου, στα ήσυχα νερά. Βέβαια στο τελικό ασφαλές λιμάνι μη νομίσετε ότι ξεμπερδέψατε και έχετε όλες τις απαντήσεις καθώς το ανοιχτό φινάλε δημιουργεί σκέψεις και ερωτήματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ήρωές του Κουροσάουα -με πρώτο και καλύτερο τον Τακάμπε- κινούνται σε ένα μελαγχολικό, σχεδόν πνιγηρό περιβάλλον, είναι μοναχικοί, αγέλαστοι και η μεταξύ τους επικοινωνία περιορίζεται μόνον στα αναγκαία. Κι έτσι κοντά στον εφιάλτη των φρικιαστικών φόνων φαίνεται κι ένας κόσμος απόγνωσης, μοναξιάς και κοινωνικής αλλοτρίωσης.
Το «Cure» είναι μια συγκλονιστικά όμορφη ταινία, μια καταβύθιση στον άγνωστο εσωτερικό μας κόσμο, ένα παραισθησιακό ταξίδι στις πιο σκοτεινές εσοχές του ανθρώπινου μυαλού. Είναι «το υπνωτιστικό ταξίδι του Κιγιόσι Κουροσάουα στα σκοτεινά βάθη του ανθρώπινου μυαλού» όπως έγραψε ο Ντέιβιντ Ρούνεϊ στο Βαράιετι.
Στράτος Κερσανίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kersanidis.wordpress.com