Μια εντελώς διαφορετική μορφή του σίριαλ κίλερ, τους φόνους του οποίου εκτελούν άλλοι, σε μια αποξενωμένη, ξεχαρβαλωμένη, που ζει στο μόνιμο φόβο, κοινωνία, παρουσιάζει στο αριστουργηματικό ψυχολογικό θρίλερ τρόμου ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Κιγιόσι Κουροσάβα (καμία σχέση με τον σκηνοθέτη των «Επτά σαμουράι»).
Σε περίοδο που ανατριχιάζαμε βλέποντας συναρπαστικές ταινίες ψυχολογικού τρόμου, όπως «Η σιωπή των αμνών» και «Seven», ο Κιγιόσι Κουροσάβα ανέτρεπε το είδος, όχι μόνο δίνοντας μια διαφορετική μορφή στον σίριαλ κίλερ αλλά και τοποθετώντας τον σε μια πλήρως αποξενωμένη, κοινωνία, οδηγούμενη στο εφιαλτικό αδιέξοδο ενός δρόμου γεμάτου από καθημερινά τρομερά τέρατα και απόλυτης χωρίς επιστροφή μοναξιάς που θα τρόμαζε και τον Μπέκετ.
Ο κατά συρροή δολοφόνος του, ένας λεπτός, συμπαθητικός νέος, κάθε άλλο παρά ενσάρκωση του απόλυτου κακού (όπως δυστυχώς πολύ γρήγορα ανακαλύπτουμε στη συνέχεια), ζώντας σε μια κατάσταση αμνησίας, υπνωτίζει εύκολα θύματα σε μια ήδη κατεστραμμένη κοινωνία, άτομα που, σαν μαριονέτες, εκτελούν τα επιλεγμένα θύματα, χωρίς αργότερα να θυμούνται τι έχουν διαπράξει. Στην ίδια εφιαλτική, υπνωτική ατμόσφαιρα κινείται και ο αστυνομικός ντετέκτιβ που αναλαμβάνει την υπόθεση, που ενόσω προσεγγίζει τον κατά συρροή δολοφόνο γίνεται συνεχώς και πιο ευάλωτος.
Ο Κουροσάβα δημιουργεί το σασπένς και την όλη ατμόσφαιρα, χτίζοντας επιδέξια και μεθοδικά τα επιμέρους ανατριχιαστικά του επεισόδια, με την κάμερά του να ακολουθεί τον κατά συρροή δολοφόνο του στις τυχαίες συναντήσεις με τους δολοφόνους μαριονέτες του (που βάζουν το Χ, «επισκεπτήριο σήμα» του δολοφόνου), σκορπώντας στην πορεία τον τρόμο (τρόμο που περισσότερο τον υποβάλλει παρά να τον παρουσιάζει άμεσα), τρόμο που βγαίνει από τα κλειστά περιθώρια του είδους για ν’ αγκαλιάσει τη βουτηγμένη στη μοναξιά και την χωρίς μέλλον σύγχρονη κοινωνία μας, δημιουργώντας στο θεατή μια μακάβρια γοητεία.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr