Στο σκοτεινό αυτό ψυχολογικό θρίλερ, ο Kiyoshi Kurosawa διερευνά το πώς οι καταπιεσμένες επιθυμίες ξαφνικά οδηγούν στο κακό και στο έγκλημα.
Ένας ντετέκτιβ, ο Τάκαμπε, καλείται να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από μια σειρά προσφάτων μυστηριώδη δολοφονιών. Τα θύματα δολοφονούνται άγρια και αναίτια και ένα χαρακτηριστικό Χ χαράσσεται στο σώμα τους. Ενώ ο δράστης βρίσκεται πάντα πολύ κοντά στον τόπο του εγκλήματος ανίκανος να θυμηθεί οτιδήποτε σχετικό. Οι δολοφόνοι είναι καθημερινοί άνθρωποι-ένας δάσκαλος, αστυνομικός ή γιατρός-, καθ’ όλα αξιοσέβαστοι και χωρίς καμιά εγκληματική προδιάθεση. Ο Τάκαμπε με την επικουρία ενός ψυχίατρου, του Σάκουμα, θα βρεθεί μπροστά στην μυστηριώδη επιρροή που ασκεί στους δολοφόνους ένας νεαρός που πάσχει από αμνησία, ο Μάμιγια. Ανακρίνοντας τον νεαρό ο Τάκαμπε θα αισθανθεί τις βεβαιότητες του να κλονίζονται. Γρήγορα θα κληθεί να αντιμετωπίσει τον χειρότερο αντίπαλο: τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Kiyoshi Kurosawa στην πρώτη ταινία, που τον έκανε γνωστό στη Δύση, επιλέγει την φόρμα του ψυχολογικού θρίλερ. Η δραματική πλοκή χαρακτηρίζεται από την διαβρωτική παρουσία του Κακού, που αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του παράξενου νεαρού, που απειλεί και συντρίβει τις βεβαιότητες μιας ζωής. Ο σκηνοθέτης θεωρεί ότι το Κακό δεν είναι απλώς η επίδειξη μιας ανθρώπινης διαστροφής, αλλά έχει και μια κοινωνική αναφορά: είναι η απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων ενστίκτων, όλες οι απωθημένες επιθυμίες που ξαφνικά έρχονται στην επιφάνεια και ζητούν την πλήρωση τους. Λιτή στην αφήγηση της, η ταινία υποβάλει στον θεατή την σκοτεινή της ατμόσφαιρα και τον βυθίζει σε μια περιπλάνηση στους μισοφωτισμένους δαιδάλους της ανθρώπινης ψυχής.
Δημήτρης Μπάμπας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinephilia.gr