Πεσιμιστικό όσο και αριστουργηματικό δείγμα ιαπωνικού τρόμου.
Προτού ταινίες σαν τα "Ringu" (1998), "Audition" (1999), "Battle Royale" (2000) και "Ju-on: Η Κατάρα" (2002) κάνουν τον δυτικό κόσμο στα 00s να παραμιλά για το ιαπωνικό σινεμά του τρόμου, ο Κιγιόσι Κουροσάβα έβαζε τα θεμέλια για την ανάδειξη αυτού του ρεύματος με το καθηλωτικό "Cure" (το 2001 θα παρέδιδε ακόμα ένα horror αριστούργημα με το "Pulse").
Η πρωτότυπη υπόθεσή του περιστρέφεται γύρω από μια σειρά αποτρόπαιων φόνων, οι οποίοι διαπράττονται από καθημερινούς, άγνωστους μεταξύ τους, ανθρώπους που στη συνέχεια δεν έχουν καμία ανάμνηση των πράξεών τους. Καθώς η εμβέλεια του ανεξήγητου φαινομένου διευρύνεται, ο ντετέκτιβ που έχει αναλάβει την υπόθεση –ο Κότζι Γιακούσο από τις "Υπέροχες Μέρες"– εντοπίζει ένα αινιγματικό πρόσωπο που υποφέρει από ακραίας μορφής προσωρινή μνήμη, το οποίο ενδεχομένως να οδηγήσει στη λύση του μυστηρίου.
Στο σταυροδρόμι του ψυχολογικού θρίλερ, του crime και του μεταφυσικού τρόμου, το "Cure" χαρακτηρίζεται από το βραδυφλεγή ρυθμό και την αγχωτικά υποβλητική ατμόσφαιρα, στοιχεία σύμφυτα με το σκηνοθετικό ύφος του Κουροσάβα. Όπως, επίσης, η διάχυτη αίσθηση απόγνωσης και μοναξιάς που πλαισιώνει τους ήρωες, ένοικους ενός απαισιόδοξου κόσμου καταδικασμένου στη μοναξιά. Το ξέσπασμα της βίας, έτσι, σε συνδυασμό με την τυχαιότητα και τις δυσπρόσιτες αιτίες της, μοιάζει με σύμπτωμα μιας συλλογικής κοινωνικής αρρώστιας, όπου κάθε αίσθηση λογικής και αυτοκυριαρχίας χάνεται, για να δώσει τη θέση της στο έρεβος. Όλοι είναι ξενιστές του κακού, απλά αυτό το "μικρόβιο" ενεργοποιεί τα πιο σαθρά και αμείλικτα ένστικτα που κρύβονται στο υποσυνείδητο. Πρόκειται για ένα σημείο-κλειδί, αφού ο Ιάπωνας υπαινίσσεται μεν πως η ροπή του ανθρώπου προς την καταστροφή είναι αναπόφευκτη, αλλά εκείνοι που την προκαλούν διαθέτουν μια αφανή προδιάθεση προς εκείνη.
Ακολούθως, ο Κουροσάβα ψηλαφεί ανατριχιαστικά μια ακόμα φοβία. Την ανησυχία πως η ελεύθερη βούληση δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση και πως στην πραγματικότητα δεν έχουμε έλεγχο των πράξεών μας. Ακόμα περισσότερο, πως κάτι κακόβουλο καταλαμβάνει το πνεύμα για να μετατρέψει το σώμα σε ατραπό νοσηρότητας, ενάντια στο οποίο, μάλιστα, δεν υπάρχει καμία μορφή άμυνας. Κατ’ επέκταση, τίθεται ζήτημα εμπιστοσύνης. Οι κοινωνικοί ρόλοι μπορεί να εναλλάσσονται, όπως οι ιδιότητες των δραστών στην ταινία, αλλά τίποτα δεν εγγυάται πως ο θάνατος δεν μπορεί να έρθει ορμητικά ανά πάσα στιγμή, χωρίς καμιά αιτία και από μια ανυποψίαστη πηγή. Υπό αυτό το πρίσμα, το "Cure" απηχεί την αποξένωση ενός ξεχαρβαλωμένου κοινωνικού ιστού, η οποία μοιάζει ιδιαιτέρως οικεία σήμερα, στον κόσμο μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όπου η κινδυνολογία γύρω από την τρομοκρατία βρίσκεται, ακόμη, παντού. Το ειρωνικό; Πως ο τίτλος του φιλμ είναι οδυνηρά παραπλανητικός.
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr