Ενα τηλεπαθητικό «παιχνίδι» ανάμεσα σε έναν νευρωτικό αστυνομικό (ο Κότζι Γιακούσο, πρωταγωνιστής στις «Υπέροχες μέρες» του Βιμ Βέντερς) και τον κατά συρροή δολοφόνο χωρίς μνήμη τον οποίο καταδιώκει στήνει εδώ ο Κιγιόσι Κουροσάβα, σηνοθέτης ικανός στην δημιουργία μιας ενοχλητικής ανησυχίας ή ενός αισθήματος πανικού μέσα σε μερικά πλάνα. Κατ’ εξοχήν σκηνοθέτης «του φόβου», ο Κουροσάβα συνδυάζει το θρίλερ με τον στοχασμό και την ποίηση, κληρονομιά αφ’ ενός της μεγάλης παράδοσης του ιαπωνικού κινηματογράφου και αφ’ ετέρου του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά και της οικονομίας των μέσων των αμερικανικών b-movies. Με διαφορετικές αισθητικές επιλογές το «Cure», κατά κάποιον τρόπο, βρίσκεται στον αντίποδα των αμερικανικών αστυνομικών ταινιών τρόμου, με πιο διάσημο παράδειγμα το «Seven» (1995) του Ντέιβιντ Φίντσερ. Τελικά, η εικόνα της ταινίας είναι μια ακτινογραφία της ίδιας της Ιαπωνίας, ερημωμένης, αιχμάλωτης μέσα σε κάτι που θυμίζει βουβή παράνοια.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr