Μενού

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΚΑΡΜΕΝ, ΤΟ - Φίλιππος Χατζίκος

1951 2

O Δημοσθένης και ο Νικήτας λούζονται στον ήλιο και βουτούν στα Λιμανάκια, την queer παραλία της Αθήνας, ανάμεσα σε ολόγυμνα σώματα, ηδονοβλεψίες και πλανόδιους πωλητές δροσιάς υπό τη μορφή ροφημάτων. Οι δύο φίλοι συζητούν για το σενάριο που πρέπει να γράψει ο Νικήτας, παραγγελία ενός Γάλλου παραγωγού που συνοδεύεται από την απαίτηση να είναι ιδιαιτέρως μικρού προϋπολογισμού, καλοκαιρινό και σέξι. Ο Δημοσθένης καταθέτει την ιδέα να γράψουν για το λεγόμενο «καλοκαίρι της Κάρμεν», την περίοδο δηλαδή που εκείνος φιλοξενούσε το συμπαθέστατο σκυλάκι του πρώην συντρόφου του. Έτσι, αυτό που ακολουθεί είναι η ανακατασκευή της ανάμνησης εκείνου του καλοκαιριού που διακόπτεται από τους στοχασμούς του Νικήτα περί του του κατά πόσο αυτό συνιστά ιδανική πρώτη ύλη για το σενάριο. Όσο οι δυο νεαροί ανασυνθέτουν στην παραλία εκείνο το καλοκαίρι, το οποίο βίωσαν μέσα στην αθηναϊκή κουφόβραση, η ταινία σχολιάζει τον εαυτό της σε ένα meta επίπεδο: αντιπαραβάλλει τα τεκταινόμενα με τις χρυσές οδηγίες του Σιντ Φιλντ, όπως αποτυπώθηκαν στο πολυδιαβασμένο έργο του «Το Σενάριο». Ο Νικήτας πασχίζει να εντοπίσει τα κρίσιμα plot points, οδηγούμενος μοιραία στη σύγχυση.

Αν λάβουμε υπόψη ότι εκείνη την περίοδο που μοχθούν οι δύο φίλοι να μετατρέψουν σε σεναριακή πρώτη ύλη, ο Νικήτας έγραφε και πάλι ένα αυτοβιογραφικό σενάριο μαζί με τον Δημοσθένη, η ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή φαντάζει εκ πρώτης περιγραφής μάλλον σύνθετη, σαν να αγωνιά να κινηθεί σε πολλές ράγες ταυτόχρονα. Ωστόσο, Το Καλοκαίρι της Κάρμεν δε γίνεται ούτε στιγμή περίπλοκο ή δαιδαλώδες. Αντίθετα, ομνύει στη θερινή ραστώνη, τόσο την παραθαλάσσια του αφηγηματικού παρόντος, όσο και την αστική των φλασμπάκ. Κυριαρχείται από τις ατέρμονες συζητήσεις που μοιάζουν ικανές να αλλάξουν τον ρου του κινηματογράφου αν δεν καούν από τον ήλιο ή δε βουλιάξουν στα ανοιχτά της θάλασσας. Αφουγκράζεται την υποχρεωτική αλλά ήπια ενδοσκόπηση που επιβάλλει η επαναφορά των αναμνήσεων, η οποία καταβαραθρώνει μεθοδικά τις ιδέες που με κόπο σμιλεύει κανείς για τον εαυτό του. Δεν φείδεται της αποτύπωσης του περιστασιακού σεξ, το οποίο δεν δείχνει να λύνει τα προβλήματα του Δημοσθένη, αλλά μάλλον δεν δυσχεραίνει κιόλας την κατάσταση. Αναζητά με ζωντάνια εκείνες τις αμέτρητες λεπτομέρειες που επιτρέπουν στο καλοκαίρι να μας χαρίσει σε πρώτη ευκαιρία μία τόσο γοητευτική παύση στην αδιάκοπη λειτουργία του καθημερινού μας συστήματος.

Γενικώς, το κλίμα του έργου δε μαρτυρά καμία αγωνία του δημιουργού να αναμετρηθεί με τις ποικιλόμορφες πτυχές της ιδιαίτερης φόρμας του. Η ταινία που βλέπουμε είναι ταυτόσημη με αυτήν που οι δύο φίλοι επεξεργάζονται ενώπιον μας, σε προπαρασκευαστικό μάλιστα στάδιο. Όσο αυτοί προβληματίζονται για το πιθανό αδιέξοδο του σεναρίου που έχουν στα σκαριά, τόσο η ταινία δείχνει να μη βρίσκει το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στις θεματικές ή το κατάλληλο τέμπο. Ας είναι ͘ μπορεί Το Καλοκαίρι της Κάρμεν, τόσο του Νικήτα και του Δημοσθένη, όσο και του Μαυροειδή, να μη διεκδικεί τις δάφνες της πιο σφριγηλής αφήγησης, αλλά μας χαρίζει απλόχερα αυτά που κουβαλά στην καρδιά του και αντλεί τα μέγιστα από τη θεσπέσια δυναμική της συνύπαρξης των δύο βασικών του χαρακτήρων. Έχει ζωηρό διάλογο, αναπολογητική και ελευθεριακή διάθεση ως προς τους κινηματογραφικούς κανόνες, συμπαγή αισθητική και πολυδιάστατους χαρακτήρες, γεμάτους τρωτά σημεία και εγωπάθειες. Είναι μια δημιουργία παιγνιώδης και ευαίσθητη, γλυκόπικρα αυτοσαρκαστική, που αντανακλά φορμαλιστικά την ουσία του queerness, διακωμωδώντας τους αυστηρούς κανόνες διάρθρωσης του σεναρίου και της κινηματογραφικής αφήγησης.

Είναι δεδομένο ότι η πλοκή θα μπορούσε να ακολουθήσει οποιαδήποτε από τις πιθανές πορείες που ξεδιπλώνει σταδιακά ο Μαυροειδής. Μολονότι δεν είναι ορθολογικό να μιλάμε για μια ταινία που δεν είδαμε, εύκολα φανταζόμαστε Το Καλοκαίρι της Κάρμεν ως ένα άδοξο αλμοδοβαρικό love story, μία χαρακτηρολογική σπουδή στα όρια της ταινίας ενηλικίωσης, έναν ύμνο στην queer ταυτότητα ή μία τρυφερή ωδή στη φιλία. Εν μέρει είναι και όλα αυτά (ιδίως το τελευταίο), αλλά περισσότερο θυμίζει αερικό που προσπερνάει κάθε τέτοιο πεδίο προκειμένου να αναζητήσει τη δική του αυτοτελή ταυτότητα και ιδιοσυγκρασία.

Το μόνο βέβαιο είναι πως στην ταινία του Μαυροειδή διαβάζουμε ένα εύγλωττο σχόλιο για την καλλιτεχνική δημιουργία που έχει ως καύσιμο τα βιώματα. Η διαλεκτική ανάμεσα στο σινεμά και τη ζωή δεν είναι πάντοτε παραγωγική ή ισότιμη, μερικές φορές, άλλωστε, «η πραγματικότητα δεν είναι ρεαλιστική», όπως διαβάζουμε και σε ένα από τα «μηνύματα» της ταινίας. Είναι όμως μια απαιτητική διαδικασία που απαιτεί ζυμώσεις και γενναίες παραδοχές, οι οποίες αποδεικνύονται πολύτιμες ακόμα και αν η απόπειρα μετάπλασης του βιωματικού υλικού σε κινηματογραφική ύλη αποδειχθεί ματαιοπονία. Άλλωστε, όπως υπογραμμίζει η συγκεκριμένη δημιουργία, ακόμα και αν δεν το συμπεριλαμβάνει ρητά στον κατάλογο των μηνυμάτων της, μερικές φορές το σινεμά μας προσφέρει κάτι πιο γλυκό από απαντήσεις. Ένα καταφύγιο για την αβεβαιότητά μας.

Φίλιππος Χατζίκος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinedogs.gr

Smart Search Module