Η «Θηλιά» (1948) είναι η 35η ταινία του Alfred Hitchcock, η πρώτη έγχρωμη. Βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Patrick Hamilton (του 1929), το οποίο εμπνεύστηκε από τη φρικιαστική υπόθεση «Leopold-Loeb» που σόκαρε την αμερικανική κοινωνία το 1924.
Στη ταινία, δυο φοιτητές, ο Brandon (John Dall) και ο Phillip (Farley Granger), γοητεύονται από τις ιδέες του καθηγητή φιλοσοφίας τους, Rupert Cadell (James Stewart), για την «έμφυτη ανωτερότητα» ορισμένων ανθρώπων έναντι άλλων. Πεπεισμένοι ότι βρήκαν ένα θύμα που είναι κατώτερο από αυτούς, τον δολοφονούν, κρύβουν το σώμα του σε ένα ξεκλείδωτο μπαούλο στο διαμέρισμά τους και στη συνέχεια οργανώνουν ένα δείπνο χρησιμοποιώντας το μπαούλο ως τραπέζι-μπουφέ. Ανάμεσα στους καλεσμένους είναι ο πατέρας του θύματος, η αρραβωνιαστικιά του και ο πρώην καθηγητής τους. Όταν οι δολοφόνοι συνομιλώντας θίγουν το θέμα του «τέλειου εγκλήματος», ο πρώην καθηγητής τους γίνεται όλο και πιο καχύποπτος.
Στη «Θηλιά» η σκηνοθεσία του Hitchcock βασίζεται στη συνεχή δραματική ειρωνεία, αποδεικνύοντας τον βαθμό κυριαρχίας του στα διαφορετικά γρανάζια του σασπένς. Η ταινία διερευνά το κίνητρο των δυο δολοφόνων, που έχει τις ρίζες του σε μια εσκεμμένη παρερμηνεία της νιτσεϊκής φιλοσοφίας και ειδικότερα της έννοιας του «Υπεράνθρωπου». Ο Brandon βλέπει τους εαυτούς τους ως ανώτερα όντα, με το δικαίωμα να καθορίζουν την αξία της ανθρώπινης ζωής. Αυτή η φιλοσοφική αλαζονεία τούς κάνει να πιστεύουν ότι μπορούν να διαπράξουν ατιμωρητί το τέλειο έγκλημα. Η ταινία εξερευνά επίσης τον ηθικό σχετικισμό και τις επικίνδυνες συνέπειες της πίστης στην ανωτερότητα ορισμένων ατόμων έναντι άλλων. Η ύβρις και η έλλειψη ηθικής πυξίδας του Brandon έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την τελική συνειδητοποίηση της εγγενούς αξίας της ανθρώπινης ζωής από τον καθηγητή Rupert. Το αυξανόμενο άγχος και η παράνοια του Phillip καθ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου αντικατοπτρίζουν τον ψυχολογικό αντίκτυπο της ενοχής. Η νευρικότητά του και η ήρεμη συμπεριφορά του Brandon αναδεικνύουν τις διαφορετικές αντιδράσεις τους στο έγκλημα, τονίζοντας το θέμα της συνείδησης και τις επιπτώσεις της στη συμπεριφορά.
Υπάρχει ένα λεπτό αλλά αξιοσημείωτο ομοφυλοφιλικό υποκείμενο στη σχέση του Brandon και του Phillip, που αντικατοπτρίζει τα κοινωνικά ταμπού της εποχής. Ο στενός δεσμός τους και η φύση του εγκλήματός τους υποδηλώνουν μια βαθύτερη σχέση που προσθέτει ένα στρώμα πολυπλοκότητας στους χαρακτήρες τους. Στο θεατρικό του Hamilton, υπονοήθηκε ότι ο καθηγητής είχε ομοφυλοφιλική σχέση με τα δύο αγόρια, κάτι που εξηγούσε την επιρροή που ασκούσε πάνω τους.
H «Θηλιά» έγινε διάσημη επειδή φαίνεται να είναι γυρισμένη σε ένα μονοπλάνο, αν και υπάρχουν αρκετά έξυπνα κρυμμένα κοψίματα. Άλλωστε μια αδιάσπαστη λήψη ήταν πρακτικά αδύνατη εκείνη την εποχή, καθώς η μέγιστη διάρκειά της περιοριζόταν περίπου στα δέκα λεπτά. Για να ξεπεραστεί αυτό, η ταινία γυρίστηκε σε δέκα τμήματα, με κάθε ένα να ξεκινά και να τελειώνει σε κοντινό πλάνο είτε σε μια πλάτη είτε στο καπάκι του μπαούλου που περιέχει το πτώμα, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας συνεχούς λήψης. Αυτή η τεχνική δημιουργεί μια αίσθηση ξεδιπλώματος σε πραγματικό χρόνο και αυξάνει την ένταση, καθώς οι θεατές βιώνουν τα γεγονότα ταυτόχρονα με τους χαρακτήρες.
Το περιορισμένο περιβάλλον του διαμερίσματος ενισχύει την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. Η κίνηση της κάμερας μέσα στον κλειστό χώρο αντανακλά τον ψυχολογικό εγκλωβισμό των χαρακτήρων. Το μπαούλο, ως κεντρικό στοιχείο του δωματίου, χρησιμεύει ως μια συνεχής υπενθύμιση του εγκλήματος, αυξάνοντας το σασπένς και συμβολίζοντας τη βαρύτητα του μυστικού και το αναπόφευκτο της αποκάλυψης της αλήθειας. Η αφήγηση και το οπτικό στυλ της ταινίας σε πραγματικό χρόνο δημιουργούν μια μοναδική εμπειρία θέασης που εντείνει το σασπένς και την ηθική ένταση. Μέσω της απεικόνισης μιας ανατριχιαστικής πνευματικής άσκησης στον φόνο, η «Θηλειά» προκαλεί τους θεατές να εξετάσουν τις ηθικές συνέπειες των πεποιθήσεών τους και την αξία της ανθρώπινης ζωής.
Η ερμηνεία του John Dall ως Brandon είναι χαρισματική και ανατριχιαστική. Η αυτοπεποίθηση και η αδιάφορη συμπεριφορά του έρχεται σε έντονη αντίθεση με την ηθική βαρύτητα των πράξεών του, ενσαρκώνοντας την ψυχρή απόσπαση ενός κοινωνιοπαθή. Ο Farley Granger ως Phillip μεταφέρει αποτελεσματικά την εσωτερική αναταραχή και την ενοχή του χαρακτήρα. Η νευρικότητα και η τελική του κατάρρευση αναδεικνύουν τον ψυχολογικό αντίκτυπο του εγκλήματός τους, παρέχοντας μια αντίστιξη στο συγκροτημένο εξωτερικό του Brandon. Ο James Stewart δεν πείθει ως εμπνευσμένος διανοούμενος που θα μπορούσε να παρακινήσει δύο νεαρούς να σκοτώσουν κάποιον. Αν και αρχικά φαίνεται να συμμερίζεται τη διανοητική αλαζονεία του Brandon, τελικά απορρίπτει την αμοραλιστική φιλοσοφία τους.
Στη «Θηλιά» οι σνομπ δολοφόνοι θεωρούν τους εαυτούς τους νιτσεϊκούς υπεράνθρωπους, των οποίων η υπεροχή της νόησης τούς απαλλάσσει από νόμους που διέπουν τους κοινούς θνητούς. «Το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος επινοήθηκαν για τον απλό μέσο άνθρωπο, τον κατώτερο άνθρωπο, γιατί τα χρειάζεται», ισχυρίζεται ο Brandon, ο παραπλανημένος εγκέφαλος του φόνου: «Νόμιζες ότι ήσουν θεός, Brandon;», τον ρωτά οργισμένα ο καθηγητής του. Πάντως ο Hitchcock θεωρούσε ότι στη δημιουργία των ταινιών ο σκηνοθέτης ήταν ο θεός.
Παλινδρομώντας ανάμεσα σε ένα εξπρεσιονιστικό kammerspiel και έναν «μπρεχτικό» μύθο για την υπαρξιακή δυσφορία της αστικής τάξης, η ταινία είναι έμμεσα μια ακόμη μελέτη της δυσφορίας της ζωής στις μητροπόλεις. Αλλά είναι ουσιαστικά ένα μικρό έργο για τον Hitchcock, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μια επίδειξη δεξιοτεχνίας.
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr