Μενού

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΚΑΡΜΕΝ, ΤΟ - Θοδωρής Δημητρόπουλος

2036 4

Δύο γκέι φίλοι, τρομερά διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά με τόση αγάπη μες στη φιλία τους. Ο ένας είναι ο Νικήτας (Ανδρέας Λαμπρόπουλος), πρώην ηθοποιός που τώρα είναι σκηνοθέτης και προσπαθεί να γυρίσει μια «φαν, σέξι, low budget» ταινία. Ο άλλος είναι ο Δημοσθένης (Γιώργος Τσιαντούλας), ηθοποιός κι αυτός κάποτε που τώρα έχει σοβαρή δουλειά όμως προτείνει στον Νικήτα να τον βοηθήσει να γράψουν μαζί το σενάριο που χρειάζεται για την ταινία του.

Και το σενάριο; Θα βασίζεται στην προ δύο ετών εμπειρία τους, ένα κομβικής σημασίας καλοκαίρι κατά τη διάρκεια του οποίου ο Δημοσθένης χώρισε με τον Πάνο, τη μεγάλη σχέση της ζωής του, έχοντας παράλληλα να διαχειριστεί μια οικογενειακή κρίση. Πώς εκείνο το καλοκαίρι –το Καλοκαίρι της Κάρμεν του τίτλου– τον καθορίζει συναισθηματικά μέχρι και σήμερα;

Το εύρημα του φιλμ είναι μια έξυπνη παραλλαγή της ταινίας-μέσα-στην-ταινία, όπου η «μέσα» ταινία δεν υπάρχει ακόμα, παρά είναι αντικείμενο συζήτησης και διαπραγμάτευσης. Οι δύο κεντρικοί πρωταγωνιστές συζητούν το προ διετίας καλοκαίρι μέσα από μια κινηματογραφική-δραματουργική σκοπιά (πόσοι από εμάς δεν έχουν αναλογιστεί πολλές φορές το παρελθόν και τις αποφάσεις τους σα να ήταν σημεία πλοκής σε κάποια ταινία;) κάτι που τους επιτρέπει να επισκεφθούν ξανά το παρελθόν με μια χιουμοριστική και ταυτόχρονα ψύχραιμη οπτική και απόσταση. Σε αυτή την πορεία υπάρχουν στιγμές που μπορεί η ταινία να πέσει σε μια μικρή λούπα επανάληψης (θα μπορούσε οπωσδήποτε να είναι πιο σφιχτή και μικρότερη σε διάρκεια) όμως διαθέτει μια φρεσκάδα που τελικά υπερκαλύπτει τα όποια αρνητικά.

Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής (του επίσης καλού “Απόστρατου”) εναλλάσει τους χώρους όπου αναπτύσσεται το δράμα με τα απλωμένα, χορταστικά, ηλιόλουστα κάδρα στα βράχια που χτυπά η θάλασσα και είναι γεμάτα αντρικά κορμιά, σα να υπενθυμίζει διαρκώς στο θεατή, στον ίδιο και στους χαρακτήρες του πως, τελικά, είναι ΟΚ: Όλα αυτά εν τέλει γίνονται υλικό για προσωπικές αφηγήσεις, για προσωπική Ιστορία, το είδος των πραγμάτων που κάποτε θα σκεφτόμαστε και θα (χαμο)γελάμε, έστω κι αν συνεχίζουν να μας τσιγκλάνε ή –ακόμα και– να μας πονάνε.

Οι διάλογοι είναι γεμάτοι πνευματώδη διαμαντάκια με μπόλικες μάλιστα αναφορές στην εγχώρια –και όχι μόνο– κινηματογραφική σκηνή (με ένα φανταστικό Greek weird wave αστείο μεταξύ άλλων) και η αφήγηση στημένη με ένα τρόπο που κλείνει το μάτι στις δραματουργικές συμβάσεις και στα δομικά στοιχεία μιας οποιασδήποτε rom com, εμφανώς αγκαλιάζοντάς τα αλλά με μια διάθεση να κάνει και κάτι διαφορετικό με αυτά: Η ταινία ας πούμε νοιάζεται βαθιά για μια φιλική σχέση με τρόπο που δε βλέπουμε συχνά στο σινεμά.

Θοδωρής Δημητρόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα news247.gr

 

Smart Search Module