Μενού

BIG FATHER, THE- Γιάννης Κρουσίνσκυ

1832 3

Εξαιρετικά σημαντική επικοινωνία του μεταβαλλόμενου υφολογικού παλμού της ταινίας προς τον θεατή. Από ορατή Ρεαλιστική Κωμωδία, σε υποψία Ψυχολογικού Θρίλερ.

Από εμπνευσμένο εκ της ζωής Κοινωνικό Δράμα, σε συμπλεγματικό Μυθοπλαστικό Μυστήριο. Και τέλος, από πραγματιστικές κοινωνικοπολιτικές πτυχές, σε ονειροπόλα Ρομαντική Προοπτική υπό το βλέμμα ενός Καλλιτέχνη.

Η ανεξάρτητη, συνεργατική ταινίαThe Big Fatherβάζει τα γυαλιά αφύπνισης σε καλλιτεχνικούς και μη κύκλους, ερχόμενη στον υπολογίσιμο κινηματογραφικό ορίζοντα από το πουθενά!

Ανάλυση

Απαραίτητη Εισαγωγή…

Η ελληνική ταινία The Big Father” (2023) αρχικώς είχε προβληθεί τον περασμένο Δεκέμβριο στο 36ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε, ότι το κοινό που παρευρέθηκε τότε μέσα στην αίθουσα του Κινηματογράφου “Έλλη” απολάμβανε όλες τις στιγμές κατά την απρόβλεπτη, μα ενδιαφέρουσα νοηματική εξέλιξη της ταινίας και κυρίως να τονίσουμε, ότι ζούσε διαρκώς την άρρηκτα συνδεδεμένη, μαγνητικά νευρώδη ιδιοσυγκρασία του κυρίαρχου πρωταγωνιστή της. Δηλαδή της ιδιόρρυθμης περσόνας του Άγγελου Δαράκου. Όταν τελείωσε τότε η προβολή της ταινίας, το χειροκρότημα του κοινού ήταν παρατεταμένο, ενθουσιώδες και χιλιόμετρα μακριά από τυπικότητες.

Επίσης θα ήθελα να σας υπενθυμίσω, ότι η εν λόγω ταινία του Κωνσταντίνου Στραγαλινού (σενάριο-σκηνοθεσία) είναι ανεξάρτητη και συνεργατική. Και πως αποτελεί μάλιστα την πρώτη του δημιουργία ταινίας Μεγάλου Μήκους. Και όμως, το έργο του εκτιμήθηκε εμφανέστατα τότε από τους -κάτι παραπάνω από ευχαριστημένους- θεατές! Αυτή η πρώτη αντίδραση εκείνων των Σινεφίλ, σαφέστατα, κάτι δείχνει. Βεβαίως, γενικότερα στο Σινεμά ασυναίσθητα το κοινό πάντοτε συμπαρασύρεται στις αντιδράσεις του και θεωρεί φερειπείν κάποιες σκηνές σαν πιο αστείες, χωρίς απαραίτητα εκείνες να είναι και τόσο. Ωστόσο, κάποια κινηματογραφικά και κατά συνέπεια κάποια καλλιτεχνικά στοιχεία μέσα στην επάξια ποιοτική δομή της συγκεκριμένης ταινίας είναι αδιαμφισβήτητα.

Γενικώς…

Πράγματι, η συνυπάρχουσα μετάδοση του αντιμαχόμενου, τόσο αγχώδους όσο και αγχολυτικού συναισθήματος, το οποίο φέρει σε κατανεμημένες αυξομειώσεις ο ψυχολογικά πιεσμένος κεντρικός ήρωας (περσόνα Άγγελου Δαράκου), αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός. Ομοίως και η εξαιρετικά σημαντική επικοινωνία του μεταβαλλόμενου υφολογικού παλμού της ταινίας προς τον θεατή. Από ορατή Ρεαλιστική Κωμωδία, σε υποψία Ψυχολογικού Θρίλερ. Από εμπνευσμένο εκ της ζωής Κοινωνικό Δράμα, σε συμπλεγματικό Μυθοπλαστικό Μυστήριο. Και τέλος, από πραγματιστικές κοινωνικοπολιτικές πτυχές, σε ονειροπόλα Ρομαντική Προοπτική υπό το βλέμμα ενός Καλλιτέχνη. Ειδικότερα όσον αφορά το επιτυχημένα μεταβαλλόμενο υφολογικό περιεχόμενο της ταινίας, θέλω να επισημάνω, πώς αυτό οφείλεται (πέραν της αφηγηματικής και ερμηνευτικής φόρμας) και στην κατά καιρούς διακριτική ή αισθαντικά ατμοσφαιρική φύση της μελετημένης μουσικής του έργου The Big Father”, από τον Γιάννη Καραλιά.

Τώρα από οργανωτική άποψη καλλιτεχνικού οραματισμού, τα σημεία που διάλεξε ο Στραγαλινός και οι συνεργάτες του για κινηματογράφηση εσωτερικών και εξωτερικών χώρων αλληλοσυμπληρώνονται ορθά. Αφορούν τόσο το Κέντρο της Αθήνας, όσο και μια απομονωμένη πολυτελή κατοικία σε ρυθμούς εξοχικού ησυχαστηρίου ή πιο σωστά προνομιούχου προαστίου. Η πολυτέλεια αυτή όμως μοιάζει μόνο με μια δανεική καλογυαλισμένη, πεντακάθαρη σπηλιά του 21ου αιώνα, όταν χτυπούν την πόρτα τα απειλητικά χρέη του σπιτιού. Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος ζωής και συναναστροφών του Δαράκου στο Κέντρο της Αθήνας εκπέμπει την αλήθεια ενός πιο καθημερινού ανθρώπου. Έτσι, η κεντρική περσόνα του Δαράκου και της ταυτόσημης οικογένειάς του ισορροπούν συνολικά σαν κοινωνική κατάταξη κάπου ανάμεσα σε ευκατάστατους και σε καθημερινούς πολίτες, με αποτέλεσμα να κερδίζεται ήδη ενστικτωδώς η γενική προσοχή σχεδόν κάθε θεατή.

Οι δε ενέργειες του Δαράκου είναι συνυφασμένες με τις εξελισσόμενες σεναριακές πράξεις του έργου, εφιστώντας πλέον και αφηγηματικά, πιο ειδικά μέσα σε πλαίσια Σινεφίλ, την προσοχή του πιο μελετημένου θεατή. Εδώ πρόκειται για την σεναριακή και σκηνοθετική αποκόλληση του Δαράκου κατά καιρούς από την οικογένειά του και κατά συνέπεια για την αντίστροφη ενσυναισθητική διασύνδεσή του με τον θεατή. Δηλαδή, ο Δαράκος συναντά ιδιωτικά τον συνεργάτη-παραγωγό και παλιό του φίλο Βαρνάβα, καθώς και το επιτελείο της Ένωσης (“Union”), σε κάποια γραφεία στο Κέντρο της Αθήνας. Ο Δαράκος εφορμά μόνος του στην τράπεζα. Αντιστοίχως, ο Δαράκος αποδρά ή παρακμάζει μόνος σε μπαρ. Ο Δαράκος συνομιλεί κατ’ ιδίαν Ισότιμα με έναν Άστεγο στο ταπεινό, μα ιερό καταφύγιο του σεβαστού συνομιλητή του.

Ουσιαστικά λοιπόν, η ιδιωτική ζήση του Δαράκου είναι εκείνη που απασχολεί περισσότερο τον θεατή. Αυτό διευρύνει και το δέσιμο μεταξύ θεατή και κεντρικού ήρωα, διασπώντας τον οικογενειακό πυρήνα. Κατά τα άλλα, η οικογένειά του συστήνεται καλύτερα στο φακό, μόλις ο Δαράκος την κάνει μέρος των αρχικών συμμαζεμένων επαγγελματικών του σχεδίων (εξού και το οικογενειακό τραπέζωμα στον Βαρνάβα). Κατόπιν, ο Δαράκος κάνει την οικογένειά του μέρος των ακραίων επαγγελματικών, προσωπικών του ιδεών.

Των τροποποιημένων και καταπιεσμένων, προσωπικών του ιδεών. Διότι ναι, τούτος ο κεντρικός ήρωας είναι πιεσμένος ψυχολογικά και καταπιεσμένος καλλιτεχνικά. Υποφέρει. Μπορεί μεν κάποτε να ήθελε να κάνει τη συγκεκριμένη οικογένεια στη ζωή του, μα είναι και θυμωμένος μαζί της. Οικογένεια με γυναίκα και τρία παιδιά. “Κάθε παιδί ήταν και μία χαμένη ταινία…” όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά είπε, κάνοντας ακόμη και τον πιστό άνθρωπο των κερδοφόρων αριθμών, Βαρνάβα, να του πει αιφνιδιασμένος, πως έτσι μιλά κάπως σκληρά για την οικογένειά του. Και τώρα, η πίεση για τον Δαράκο επήλθε και σε σφαιρικό, κοινωνικοπολιτικό βαθμό, με τα περιθώρια να στενεύουν επηρεάζοντας άμεσα τα οικονομικά χρέη της οικογενείας...

Ωστόσο, το ενδιαφέρον με τον Δαράκο είναι η αντιδραστική φιλαυτία με το μυαλό του. Ο Στραγαλινός έξυπνα μας συστήνει την καθρεπτισμένη αντίφαση του ήρωά του. Αφενός την ανωτερότητα του καλλιτέχνη που αδιαφορεί για την εμφάνιση των γύρω του και του ιδίου ως μη κυριολεκτικός νάρκισσος, μα αφετέρου τον εγωκεντρισμό εκείνου που εξοργίζεται στην ιδέα και μόνο ότι δεν ασχολούνται οι υπόλοιποι με την ασυζητητί πανέμορφη Τέχνη του. Αυτή η διπλή ματιά του Στραγαλινού καταδεικνύει ταυτοχρόνως τρυφερότητα, αλλά και ειρωνεία απέναντι στην πρωτοστατούσα περσόνα του έργου του. Διότι πιο συγκεκριμένα, ο Δαράκος έχει καταπιεστεί καλλιτεχνικά, αλλά και πιεστεί κοινωνικοοικονομικά και ψυχοκοινωνικά.

Η αντιδραστική φιλαυτία του όμως φέρει και έναν απαλλαγμένο ανώτερο, ανιδιοτελή σκοπό, για τα υπόλοιπα οικογενειακά μέλη. Να σώσει το σπιτικό τους. Και έπειτα, να εξευτελίσει το σύστημα, μαζί με τους στρατιώτες αυτού του συστήματος. Σαφώς η καθοριστική λεπτομέρεια με την αδιευκρίνιστη εμφάνιση των προϊόντων στο επιπόλαιο συμβόλαιο της εταιρείας Union”, συνιστά μια καθαρά ρομαντική ματιά, εκτός πραγματικότητας. Δεν θα συνέβαινε ποτέ φυσικά κάτι τέτοιο στην πραγματική ζωή. Αλλά κινηματογραφικά, στο δομημένο μυθοπλαστικό κομμάτι της ταινίας, φυσικά και λειτουργεί κάτι τέτοιο!

“Δεν με ενδιαφέρουν τα πολιτικά!!!” λέει έξαλλος ο κεντρικός χαρακτήρας. Διότι αλυσιδωτά ο Στραγαλινός είναι σκηνοθέτης, ο Δαράκος το ίδιο, κάποιοι Σινεφίλ έχουν καλλιτεχνικό τρόπο ζωής, αλλά και ορισμένοι θεατές σκέφτονται μόνο ρομαντικά, μακριά από κοινωνικοπολιτικές εκτιμήσεις και νόρμες. Επομένως, τη χρειαζόμαστε όλοι μας αυτή την άκακη, ας την πούμε “εν μέρει απατηλή”, καλλιτεχνική ελπίδα. Μας δίνει θάρρος...

Συμπερασματικά

Το ορμητικό πρελούδιο του έργου λειτουργεί και ως ελεγχόμενη προοικονομία, για την επερχόμενη, οπτικοποιημένα ολοκληρωμένη εισβολή του Άγγελου Δαράκου στην τράπεζα. Εδώ το μοντάζ έχει λειτουργήσει ώριμα και ετεροχρονισμένα, συμπληρώνοντας υπομονετικά το παζλ. Καθώς και σε πολλές ακόμη περιπτώσεις επαναληπτικής υπενθύμισης για τον θεατή (π.χ. επαναλήψεις με Άστεγο ή προσωπικό Ένωσης ή φωτογραφίες Δαράκου σε στυλ σύλληψης εγκληματία). Μα στον αντίποδα, υπάρχει και η αμεσότητα του μοντάζ (σε συναντήσεις του Άγγελου με τον Βαρνάβα). Ηχητικά, το voiceover δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα σχέση φωνητικής εγγύτητας και οπτικής απόστασης των συνεργατών Βαρνάβα και Δαράκου, ενόσω εκείνοι συνομιλούν εμπιστευτικά. Καθότι εμείς ως θεατές τους βλέπουμε από λήψη αποστασιοποιημένη να περπατούν πλάι πλάι.

Η ένθετη προβληματική της ταινίας αποτελεί και την πιο προσεκτική της δυναμική. Εκεί ο Στραγαλινός, μολονότι αναμετράται ριψοκίνδυνα με την αντικαλλιτεχνική ρηχότητα των reality shows, των κατασκευασμένων ταινιών διαφημιστικού περιεχομένου ή και των χειριστικών κερδοφόρων videos (στην οποία ρηχότητα εξαναγκάζεται να βουτήξει με τα μούτρα ο ήρωάς του και να παγιδεύσει εκεί την οικογένειά του), μολονότι δηλαδή αναμετράται με λερωμένα εργαλεία εκμετάλλευσης της μάζας, δεν έχει πει ωστόσο ακόμη την τελευταία του αντισυμβατική λέξη.

Καθότι, ακόμη και μέσα σε αυτό το επικίνδυνο αντικαλλιτεχνικό περιβάλλον κατορθώνει και μας συστήνει την εμμονικά τελετουργική αφοσίωση του Δαράκου, ως διασώστη σκηνοθέτη-οικογενειάρχη! Σκεφτείτε το. Το κάνει ακόμη και μέσα σε ένα τέτοιο ένθετο συμβατικό-συστημικό project κατά την εξέλιξη της ταινίας, με το προνοητικό σκεπτικό του χαρακτήρα Δαράκου όμως να επιθυμεί να πάρει την αξιοπρέπειά του πίσω. Σκοπεύοντας να αποκτήσει πιθανότητα λυτρωτικής διεξόδου, προκειμένου να βγει τελικά από την άλλη άκρη του τούνελ με αντισυμβατική-αντισυστημική, περιπαικτική ματιά! Και μάλιστα, μέχρι να το πράξει αυτό ο Δαράκος, ο Στραγαλινός καταφέρνει και κρατά τον θεατή κινηματογραφικά σε εγρήγορση.

Με την παρουσία του αντιστρεφόμενου σχεδίου του κεντρικού ήρωα (μόλις απορρίφθηκε συγκυριακά η πρώτη ιδέα του) και ύστερα με την απρόβλεπτη και περιεκτική σε συγκρούσεις ανθρώπινων σχέσεων, κατακλείδα. Και αυτά δεν συμβαίνουν μόνο σεναριακά, αλλά και σκηνοθετικά. Επιπλέον, ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης διατηρεί μια δική του ανεξαρτητοποιημένη ματιά μέσα στην ταινία The Big Father”, όπου μαζί με την υπόλοιπη πολυεδρική συνέργεια σε μοντάζ (Δημήτρης Καδής) και διεύθυνση φωτογραφίας (Παύλος Μαυρικίδης), παρατηρεί ειρωνικά και με ώριμη πικρία τις ταραγμένες ανθρώπινες σχέσεις. Με φανερή πρόθεση *επικέντρωσης στις οικογενειακές.

Από εκεί και πέρα, δεν θα μπορούσε ποτέ αυτή η σύνθετη, σε τεντωμένο σχοινί ισορροπημένη ταινία, να αποδώσει την απρόβλεπτη αύρα της, εάν διέθετε άλλο πρωταγωνιστή. Ο ποιοτικός ερμηνευτής Νίκος Παντελίδης, στον ασυνήθιστο ρόλο του Άγγελου Δαράκου (ανάλυση των ερμηνειών σε κάτωθι **κατηγορία της κριτικής), φαίνεται, ότι προσωποποίησε ιδανικά τις σημαντικότερες ιδέες, που συνύφαναν το κινηματογραφικό σκεπτικό του Κωνσταντίνου Στραγαλινού. Αυτή η μεταξύ τους πασιφανής κινηματογραφική χημεία επιτρέπει και στους δύο συνεργάτες την απελευθερωμένη και απενοχοποιημένη ταύτιση με το βίωμα του κεντρικού ήρωα σε ορθές, μα και λανθασμένες αποφάσεις της ιδιωτικής, άστατης ζωής εκείνου.

Δίχως ηθικοπλαστική ασπίδα. Μα με ισορροπημένη ηθική πυξίδα. Ακόμη και εάν η -συμπληρωματικής μορφής- υπεράσπιση κάποιων Ιδανικών διεκδικείται ή επέρχεται στην πορεία της ταινίας από τη σύζυγο Φαίη και τα παιδιά Ηλέκτρα, Αιμιλία και Νικόλα. Πάντως, η ιδιαίτερη ταύτιση αφορά τη συνυπολογισμένη ιερή σχέση μεταξύ σκηνοθέτη/ερμηνευτή/ήρωα/θεατή. Μια διαπιστευμένη σχέση που σέβεται το Σινεμά σαν Τέχνη, αλλά παράλληλα και την προοπτική του ελληνικού Κινηματογράφου. Ιδίως εάν σκεφτεί κανείς, ότι αυτή αποτελεί την πρώτη ταινία Μεγάλου Μήκους του σεναριογράφου-σκηνοθέτη Στραγαλινού. Η ανεξάρτητη, συνεργατική ταινία The Big Father βάζει τα γυαλιά αφύπνισης σε καλλιτεχνικούς και μη κύκλους, ερχόμενη στον υπολογίσιμο κινηματογραφικό ορίζοντα από το πουθενά!

Η αφηγηματική της φόρμα, τα επιλεγμένα πλάνα που συνιστούν έγκυρες ψυχολογικές οπτικές γωνίες, η ταιριαστή σκηνογραφία, οι προσηλωμένες ερμηνείες στις περσόνες και βεβαίως η χαμαιλεοντική φύση της πορείας προς τη διέξοδο του σεναρίου σε απόλυτη αρμονία με τα τεχνάσματα του κεντρικού ήρωα, αποδεικνύουν πολλά. Εννοείται, ότι προσπερνούμε κάποια ελάχιστα λανθασμένα σημεία (επίσημα έγγραφα συμβολαίων ή αυτοκόλλητα στο κινηματογραφικό αστυνομικό τμήμα) και εστιάζουμε στο υπερέχον γοητευτικό, κινηματογραφικό υλικό της ταινίας.

Συνεπώς, τολμώ από τώρα να πω, ότι δεδομένων των καλλιτεχνικών συνθηκών αλληλέγγυας συνδημιουργίας της, αυτή η ταινία με το ανέλπιστο αποτέλεσμά της δικαιούται να διεκδικεί μια θέση ανάμεσα στις τρεις καλύτερες ελληνικές ταινίες του κινηματογραφικού έτους 2024! Εάν σας ενδιαφέρει να σπάσετε τα κινηματογραφικά στερεότυπα, αναζητώντας μια ευχάριστη έκπληξη, ερχόμενη από το πουθενά, τότε μάλλον έχει σημασία να εμπιστευτείτε αυτή την αξιοσημείωτη προβολή. Επιπροσθέτως, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε, τι μπορεί να κάνει ο Στραγαλινός στο Σινεμά, από εδώ και πέρα. Εάν ήμουν στη θέση του, κατευθείαν θα επέλεγα ίδιους συνεργάτες σε διεύθυνση φωτογραφίας και μοντάζ για το επόμενο έργο. Και οπωσδήποτε τον ίδιο ηθοποιό σε πρωταγωνιστική έκφραση, για την μυημένη διάδοχη αύρα μιας υποσχόμενης αλλιώτικης ταινίας!   

Σκεπτικό…

*Αφήγηση με χαρακτήρα

Καυτηρίαση σε Παρατήρηση Ενηλίκων

  1. Στον πατέρα-σύζυγο, Άγγελο Δαράκο, με ψυχολογία ασανσέρ. Εκείνος όταν κλείνει κερδοφόρες συμφωνίες, ουρλιάζει μέσα σε  ενθουσιώδες ξέσπασμα και χορεύει με σπάταλη χαρά. Ενώ μόλις καταρρέουν οι επαγγελματικές του προοπτικές, τότε ξαφνικά μπεκροπίνει, θλίβεται, παλεύει να χορέψει μαζεύοντας θάρρος, αλλά τελικά γίνεται γενναιόδωρος μόνο στα παρελθοντικά επιτεύγματα του εαυτού του (ζογκλερικά κόλπα, με διάθεση αυτοθαυμασμού για τον παλιότερο έπαινο κρατικού βραβείου ποιότητας).

  2. Στην μητέρα-σύζυγο, Φαίη Δαράκου, με ψυχολογία καυσίμου. Εκείνη κάθε φορά που αποτυγχάνουν τα σχέδια του Άγγελου, αμέσως τον αμφισβητεί με απόλυτη ειρωνεία, έλλειψη τρυφερότητας, πικρόχολο ύφος και υφέρποντα κίνδυνο να τον παρατήσει. Μα όταν ξαφνικά ο Άγγελος φέρνει επαγγελματικά συμφέρουσες συμφωνίες ή επαναφέρει διακανονισμούς με την τράπεζα, τότε ως δια μαγείας αρχίζουν πάλι τα χαμόγελα, η τρυφερότητα και η υποστήριξη στο αποτελεσματικό μυαλό του άντρα της. Ενδιαφέρουσα ήταν μια ενδιάμεση κατάσταση δυσπιστίας (“Photoshop είναι, ε;!”).

Κινηματογραφική Αντανάκλαση

  1. Η αποστασιοποιημένη σχέση του ζεύγους αντανακλάται στην πιο προσεκτική παρατήρηση του θεατή. Το έργο τοποθετεί τον Άγγελο Δαράκο και την σύζυγό του, Φαίη, να κάνουν πικρό διάλογο, έχοντας πλάτη μεταξύ τους. Ο Άγγελος κάθεται σε γραφείο κοντά στο λάπτοπ, ενώ η Φαίη στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση. Ωστόσο ο καθένας έχει άμεση οπτική επαφή με τον θεατή, αν και οι δυο χαρακτήρες βρίσκονται σε (σωματική και ψυχολογική) απόσταση. Τότε η γεμάτη με πικρία, ειρωνική ματιά ανήκει στην Φαίη, η οποία απομυθοποιεί τον Άγγελο (“Επαναστάτη μου, Εσύ!”). Τότε ο Άγγελος γυρίζει το κεφάλι του. Ωραία συνεργασία σε σενάριο, σκηνοθεσία, μοντάζ, διεύθυνση φωτογραφίας και ερμηνείες.

  2. Η συνομιλία του Άγγελου με τον Άστεγο υποστηρίζεται ιδανικά στον αλληλοσεβασμό της, από τη διεύθυνση φωτογραφίας. Ο ένας συνομιλητής μιλά και ο άλλος ακούει. Η διεύθυνση φωτογραφίας συνακολουθεί το μοτίβο, αντιστοίχως με νετάρισμα στην ομιλία και θόλωση στην ακρόαση. Λίγες εναλλαγές με μοντάζ, για να μην δημιουργηθεί εντύπωση μηχανικής χρήσης και...Έτοιμο! Απλό, μα καθοριστικό νοηματικό μοτίβο περσόνων, με επικοινωνιακή άποψη και για τον Σινεφίλ! Η γλώσσα του Σινεμά παρούσα!

Πιο Αναλυτικά…

**Ερμηνείες

Νίκος Παντελίδης (Άγγελος Δαράκος)

Ο ορισμός της αναντικατάστατης πρωταγωνιστικής ερμηνείας. Στον κεντρικό στόχο, ο ερμηνευτής όχι μόνο ισορρόπησε, αλλά έλεγχε όλες τις ρυθμιστικές του μεταβάσεις από την βασική του δραματική περσόνα στην εκτάκτως επικοινωνιακή κωμικότητα προς τον θεατή. Ύστερα διάνθισε τις λεπτομέρειες μεταπήδησης από Δράμα σε Κωμωδία. Νεύμα απαξίωσης. Ακραία οργή. Τρεμάμενο χορευτικό κινητής χαράς, υπό ενθουσιώδες ξέσπασμα.

Πνιχτό γέλιο, που προσδίδει κωμικότητα μαύρου χιούμορ, με προσμίξεις animation στην έπαρση του ρόλου (“Ποιος είναι χομπίστας;!” ή “Ήσουν Υπέροχη!”). Ερμηνεία με ρόλο μέσα στον ρόλο, ως αποφασισμένος Άγγελος, αφιερωμένος σκηνοθέτης με υπερβάλλοντα ζήλο. Επίτευξη σαλεμένης κωμικότητας, υπό το πρίσμα της κάμερας στις οικογενειακές διαφημίσεις. Ο ηθοποιός κάνει την ηρεμία δύναμη Ρεαλισμού και την οργή κτήμα του ρόλου. Εντυπωσιακή, συνολική ενσάρκωση!

Έλενα Τυρέα (Φαίη, σύζυγος Άγγελου) / Χριστίνα Μπρέκου (κόρη Αιμιλία)

Η πρώτη, στην εναλλαγή συναισθημάτων από το ψυχολογικό σκοτάδι προς την χαρά της οικογένειας συνδράμει πραγματικά. Γλυκαίνει τότε αισθητά σε έκφραση και χρωματισμένη φωνή. Ταίριαξε ως σύζυγος, που γνωρίζει καλά δυνάμεις και αδυναμίες του Άγγελου.

Η δεύτερη, εκφράζει τον ελευθερωμένο οξύθυμο χαρακτήρα της μελετηρής και ενδεχομένως επί χρόνια εσωστρεφούς κόρης. Θυμωμένη, με σφιγμένες γροθιές στον καναπέ κατά το αναγκαστικό φιλί ή εξοργισμένη, μέσα στο καταφύγιο-φυλακή. Εκτιμώ, ότι έχει σημαντική προοπτική υποκριτικής αυτή η ερμηνεύτρια!

Δημήτρης Ραφτόπουλος (Βαρνάβας) / Κωστής Σαββιδάκης (ρόλος Αστέγου)

Ο πρώτος, έχει φέρει στο έργο την απαραίτητη αυστηρότητα κατά την ένταση των επαγγελματικών συγκρούσεων. Και το καθοριστικό δίλημμα σασπένς για τον Δαράκο και τον θεατή. Είναι άραγε ο Βαρνάβας φίλος ή εχθρός;

Ο δεύτερος, χρησιμοποιώντας τη φωνή και το βλέμμα αφυπνίζει θεατή και κεντρικό ήρωα. Έχει ενδιαφέρον η εκπέμπουσα καλοσύνη του ρόλου, μολονότι στην πρώτη κουβέντα πείθει το κοινό για πιο απειλητική παρουσία.

Γιάννης Κρουσίνσκυ
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα eretikos.gr

Smart Search Module