Μενού

ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΤΩΝ ΠΙΘΗΚΩΝ, ΤΟ

2173 2

Μετά το τέλος της βασιλείας του Σίζαρ, οι φυλές των πιθήκων αδυνατούν να συνυπάρξουν ειρηνικά κι αναζητούν τον επόμενο ηγέτη τους, παράλληλα με την άνιση σχέση που έχουν αναπτύξει με τους εναπομείναντες ανθρώπους. Όταν ο Νόα δει το κοπάδι του να ξεκληρίζεται από την ομάδα του μοχθηρού Πρόξιμους, θα ξεκινήσει ένα μεγάλο ταξίδι εκδίκησης και αυτογνωσίας.

Τούτο εδώ είναι ένα από τα πλέον… αχρείαστα χολιγουντιανά franchises που με πείσμα διαιωνίζονται μέσω άπειρων sequels και reboots. Χωρίς να υπολογίζω και την τηλεοπτική σειρά του 1974, ο «Πλανήτης των Πιθήκων» μετρά, από το 1968 έως και σήμερα, δέκα κινηματογραφικές παραγωγές! Αν ρωτάς κι εμένα, πέραν του τι (περίπου) συνέβαινε στο πρώτο (και δικαίως classic) φιλμ, ειλικρινά δεν θυμάμαι τίποτα από όλα τα υπόλοιπα! Διότι η αφηγηματική τους εξέλιξη ήταν απλά… ασήμαντη.

Σε αυτό το τρίτο sequel του reboot του 2011, ακόμα πιο μακριά στο μέλλον της δυστοπίας που έχει αντιστρέψει τους κανόνες για την επί της Γης κυριαρχία μεταξύ ανθρώπων και πιθήκων, ο νεοσύστατος χαρακτήρας του νεαρού Νόα παίρνει τη σκυτάλη της ιστορίας και οδηγεί το «Βασίλειο του Πλανήτη των Πιθήκων» σε νέα μονοπάτια αντιπαλότητας, επαναφέροντας δυναμικά τον καίριο ρόλο του είδους μας, όσο και τις… σεναριακές τρύπες! Αν και η εισαγωγική κάρτα επιχειρεί να δικαιολογήσει το καταστασιακό της πτώσης των ανθρώπων στη ζωική συνομοταξία με στοιχεία που αποκαλύπτουν πως φτάσαμε ως εδώ διότι… απωλέσαμε το χάρισμα της ομιλίας (ποιος ήρθε;), ουδείς δύναται να μας εξηγήσει πως την βρήκαν οι πίθηκοι, αν όχι και ο χαρακτήρας της πρωτοεμφανιζόμενης Μέι, που θα γίνει άθελά της η υπαίτιος της συμφοράς που βρίσκει το κοπάδι του Νόα.

Σε ένα εντελώς προσχηματικό και προβλέψιμο σενάριο εκδίκησης για την τιμή του δολοφονημένου πατέρα του, ο Νόα θα ξεκινήσει ένα ταξίδι… στερεοτυπικής αυτογνωσίας που θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον αλαζονικά αυτοχρισμένο «διάδοχο» του Σίζαρ, Πρόξιμους, με κατάληξη σε ένα οχυρό σκλαβωμένων πιθήκων που χρησιμοποιούνται με βάναυσο τρόπο και σκοπό ν’ ανοίξουν μια μυστηριώδη πύλη κατασκευασμένη στο παρελθόν από τους ανθρώπους, οι οποίοι έκρυψαν εκεί ένα «κλειδί» (;) σωτηρίας… για όποιους μπορέσουν να το κάνουν δικό τους και να το χρησιμοποιήσουν.

Ο σκηνοθέτης της τριλογίας του «Λαβύρινθου», Γουές Μπολ, παίζει μπάλα σε ένα πεδίο δράσης / φόντο αρκετά γνώριμο και η πείρα του σίγουρα είναι εμφανής σε στιγμές όπου το σασπένς χρειάζεται, όμως, στο μεγαλύτερο μέρος του το φιλμ πλατειάζει δίχως λόγο, καθώς οι (ας τις πούμε) υποπλοκές του περνάνε και χάνονται σε ένα ξεκάθαρο πλαίσιο σπατάλης χρόνου (ας εξαιρεθεί το κομμάτι του Ράκα, διότι εάν κι αυτό δεν θεωρηθεί χρήσιμο… δεν θα μείνει και τίποτα!). Για τον «court jester» του Γουίλιαμ Μέισι… αρνούμαι να σχολιάσω!

Το τελευταίο μέρος (με απιθανότητες που αγγίζουν τα όρια της… επιστημονικής φαντασίας!) αυτού του «Βασίλειου» έχει μελετηθεί «σοβαρά» (σαρκασμός), ώστε να προετοιμάσει το έδαφος για ακόμη ένα-δυο sequels που (προφανώς) θα θελήσουν να κάνουν την παρουσία του ανθρώπινου είδους πιο έντονη, μετατοπίζοντας το πλαίσιο των συγκρουσιακών μαχών ανάμεσα σε εμάς και τους πιθήκους. Βαριέμαι από τώρα!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Εάν θυμάστε τι συνέβαινε στο προηγούμενο sequel του 2017, ναι, είναι. Εάν έχετε μείνει στην εικόνα του φρικαρισμένου Τσάρλτον Χέστον μπροστά στο ερείπιο του Αγάλματος της Ελευθερίας, όχι, δεν είναι. Προϊόν «ταμειακής μηχανής» του Χόλιγουντ που έχει στερέψει από έμπνευση προ πολλού και (μάλλον) δεν θα πάψει ποτέ να μας παιδεύει…

Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module