Eμφανώς μια σκάλα πιο κάτω από τους προκατόχους της, μα ευπρεπώς παλιομοδίτικη υπερπαραγωγή, που δεν θα απογοητεύσει τους φαν του franchise.
Για να θεμελιωθεί μια ανώτερη και ευρύτερη μορφή κοινωνικής ομάδας, ένα έθνος, αν θέλεις, χονδρικά απαιτείται να συντρέξουν μια σειρά από κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των μελών της, ανάμεσα στα οποία βρίσκονται τα κοινά έθιμα, η γνώση και η ιστορική συνείδηση. Οι πίθηκοι που πρωτοσυναντούμε στην ταινία, πολλές γενιές μετά από εκείνη του Σίζαρ, έχουν κοινά έθιμα, κοινούς στόχους και ιεραρχία, μα όχι τη γνώση και, συγκεκριμένα, τη γνώση της ιστορίας τους – άρα συνιστούν ένα έθνος λειψό. Δέχονται κάποια στιγμή την επίθεση άλλων πιθήκων, που έχουν σχηματίσει μεν αυτό που θα αποκαλούσαμε εθνική συνείδηση, αλλά στην εκφυλισμένη της εκδοχή, την εθνικιστική, έχοντας «παραχαράξει» την ιστορία και χτίσει μια αφήγηση προσηλωμένη στην επιβολή της (κατά την ιδεολογία τους δεδομένης) ανωτερότητάς τους έναντι των αντιπάλων «εθνών» - εδώ των ανθρώπων. Τέλος, έχουμε κι έναν άνθρωπο που αναζητά ένα βιβλίο ικανό να διευρύνει το πνεύμα των συνανθρώπων του. Μόνο που, όταν βρεθεί σε μέρος γεμάτο γνώση και ιστορία, όπου υποτίθεται πως βρίσκεται το επίμαχο βιβλίο, θα επιλέξει να αγνοήσει και τα δυο, ώστε να αποκτήσει κάτι άλλο που θα βοηθήσει την επιβολή της δικής της φυλής έναντι των υπολοίπων – ναι, πατήσαμε στα όρια της περιοχής των spoilers, αλλά δεν μπορούσαμε να γράψουμε τα παραπάνω πιο γενικά.
Όλα αυτά υπάρχουν στο σενάριο της νέας προσθήκης στον αναγεννημένο «Πλανήτη των Πιθήκων». Εκείνο που λείπει είναι ένας δημιουργός που θα τα αναδείξει σε καρδιά της ιστορίας –με μικρό αλλά και με κεφαλαίο – που θα διαγνώσει ότι αποτελούν τον πυρήνα του περιεχομένου της ταινίας του, θα επιλέξει το σημείο αφετηρίας και το μέρος που θέλει να καταλήξει και στη συνέχεια θα προσπαθήσει να φτάσει εκεί με τις κατάλληλες σκηνοθετικές αποφάσεις. Να ποια είναι η διαφορά αυτής της ταινίας με τις προηγούμενες, να και ποια η διαφορά του Γουες Μπολ από τον Ματ Ριβς, ας πούμε. Τουλάχιστον ο Μπολ θα ακολουθήσει το μοντέλο που σύστησαν ο Γουάιτ και (κυρίως) ο Ριβς, μια επιστροφή σε ένα ευπρόσδεκτα παλιομοδίτικο σινεμά μεγάλου κοινού, με μοτίβα που σύστησαν οι κλασικοί του είδους. Και θα το κάνει αξιοπρεπέστατα, έστω κι αν υστερεί πλανοθετικά, όχι μόνο στο πρώτο επίπεδο ενός σινεμά που τέρπει τον αμφιβληστροειδή, αλλά και επί της ουσίας. Η δράση κινηματογραφείται…πιθηκοκεντρικά, κυρίως με κοντινά, μα όσα παρακολουθούμε δεν συνιστούν προσωπική υπόθεση. Το σενάριο έχει το βλέμμα στραμμένο στην ευρύτερη εικόνα, μα η σκηνοθεσία λειτουργεί περιοριστικά και «μικραίνει» το τελικό αποτέλεσμα.
Δεν είναι, πάντως, από τα προκάτ sequel που μια βδομάδα μετά έχεις ξεχάσει ότι υπήρξαν. Δεν είναι το «Men in Black: International» δηλαδή, για να δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, αλλά μια ευπρεπής δημιουργία που σέβεται το κοινό της. Απλώς, οι προκάτοχοί της μας καλόμαθαν. Ελπίζουμε σε βελτίωση, όταν έρθει η (αναπόφευκτη) «μάχη για το Bασίλειο του Πλανήτη των Πιθήκων».
Γιάννης Βασιλείου
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinemagazine.gr