O Τζέιμς, ένας κυνικός και εγωπαθής κριτικός τέχνης, και η Μπερενίς, μια γοητευτική Αμερικανίδα που ταξιδεύει στην Ευρώπη, συναντιούνται τυχαία στο Μιλάνο σε μια διάλεξη που δίνει ο πρώτος γύρω από τη ζωή και το έργο ενός σκανδιναβού ζωγράφου. Η μεταξύ τους έλξη θα έχει και συνέχεια καθώς ο Τζέιμς θα πάρει μαζί του την Μπερενίς σε βίλα της λίμνης Κόμο όπου έχει προγραμματισμένο επαγγελματικό ραντεβού με τον βαθύπλουτο συλλέκτη Τζόσεφ Κάσιντι. Ο τελευταίος θα ζητήσει από τον κριτικό να φέρει σε πέρας μια δύσκολη αποστολή που σχετίζεται με ακριβοθώρητο ζωγράφο ο οποίος έχει αποσυρθεί από την αγορά της μοντέρνας τέχνης και ζει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Η ταινία έχει μία από τις πιο δυνατές εισαγωγές που έχουμε δει τελευταία: ο Τζέιμς προβάρει την ομιλία του στο σπίτι με την αναγκαία θεατρικότητα την ίδια στιγμή που κάνει γυμναστική ή τρώει κάτι από το ψυγείο του. Τα όσα ρηξικέλευθα λέει («δεν υπάρχει τέχνη χωρίς τον ρόλο της κριτικής» επισημαίνει στο αποσβολωμένο κοινό και αποδεικνύει με αφοπλιστική αποφασιστικότητα το γιατί) έχουν μέσα τους τη δύναμη της υποβολής. Σε ένα έντεχνο, λειτουργικό και με συναισθηματική ένταση παράλληλο μοντάζ του συναρπαστικού πρώτου 15λέπτου του φιλμ, ο άγνωστος Τζουζέπε Καποτόντι του τηλεοπτικού «Suburra: Blood on Rome» διασκευάζει το ομώνυμο μυθιστόρημα του Τσαρλς Γουίλφορντ και κατορθώνει να ανεβάσει κατακόρυφα την θερμοκρασία. Το ζητούμενο πλέον είναι να διατηρήσει στο ίδιο ή κοντινό επίπεδο το ενδιαφέρον του θεατή.
Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι έχει ταιριαστό δέσιμο: ο δανός Κλες Μπανγκ του «Square» αλλά και του τηλεοπτικού «Δράκουλα» διαθέτει τον κυνισμό που απαιτεί ο ρόλος του ενώ η αμφισημία της πιο εύθραυστης αλλά και αυθεντικής Μπερενίς –η θαυμάσια Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι («Οι χήρες»)– προσφέρει τις πιο ανθρώπινες και τρυφερές στιγμές του φιλμ. Όμως εκεί που η ταινία απογειώνεται είναι οι δύο-τρεις σκηνές που εμφανίζονται τα δύο ιερά τέρατα. Ο Μικ Τζάγκερ είναι ο στυγνός συλλέκτης αλλά και περιπαικτικός διαβολάκος που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη ενώ ο Ντόναλντ Σάδερλαντ τοποθετεί τα καίρια ερωτήματα γύρω από τη σχέση ζωής και έργου του καλλιτέχνη στις σωστές βάσεις και με σύμμαχο του κάποιες εκκεντρικές συνήθειες (βάζει τον ήρωα να καλύψει με διπλό μακροβούτι την απόσταση της πισίνας για να του δώσει συνέντευξη) κατορθώνει να καθορίσει την πλοκή γύρω από το δικό του ιδεόγραμμα.
Όλα λοιπόν είναι άψογα δομημένα στο φιλμ; Δυστυχώς όχι. Σε μια απόπειρά του να προσδώσει στοιχεία μοντερνισμού και απέραντου μηδενισμού στο φιλμ ο σκηνοθέτης παρουσιάζει χτυπητές αδυναμίες στην πιο ακατάλληλη στιγμή. Η κορύφωση του θρίλερ/δράματος γίνεται με τόσο άγαρμπο και άκομψο στιλ που αναρωτιέσαι αν το εξαιρετικό πρώτο μέρος και το μετριότατο δεύτερο γυρίστηκαν από το ίδιο πρόσωπο.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athensvoice.gr