Μενού

ΧΙΜΑΙΡΑ, Η - Πάρις Μνηματίδης

2011 7

Ιδιόρρυθμο το φιλμ της Alice Rohrwacher, αλλά μ’ έναν τρόπο που αναμφίβολα γοητεύει κι εξάπτει την περιέργεια για το τι ακολουθεί στην επόμενη στροφή του παράξενου αυτού ταξιδιού. Είναι ένα σινεμά που είναι και δεν είναι φελινικό, από την άποψη ότι η επιρροή του θρυλικού κινηματογραφιστή είναι εμφανής, από τις ξεχωριστές φιγούρες των ηρώων μέχρι την οργανική χρήση της μουσικής στην πλοκή, αλλά αυτό που προκύπτει έχει μια διακριτή ταυτότητα, δεν αποτελεί ξερή μίμηση σε καμία περίπτωση.

Ο πρωταγωνιστής είναι κάπως αδρά σκιαγραφημένος όσον αφορά την ψυχοσύνθεσή του, ίσως εσκεμμένα, ώστε να υπάρξει μια σχετικά ουδέτερη ματιά στα δρώμενα που να προσφέρεται στον θεατή, να γίνονται αντιληπτά με όσο πιο αγνό τρόπο γίνεται και η όλη διαδρομή να αντιμετωπιστεί περισσότερο σαν εμπειρία και λιγότερο σαν μια τοποθέτηση πάνω σε ζητήματα. Γιατί και μια φεμινιστική σκοπιά υπάρχει και προσεγγίζονται κάποια θέματα με ενδιαφέρον, από τη δομή του όλου συστήματος της αρχαιοκαπηλίας μέχρι τις διαχρονικές παθογένειες του ιταλικού κράτους, όμως η κύρια εστίαση είναι στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης, σχεδόν ονειρικής ατμόσφαιρας, και στο χτίσιμο ενός φιλμικού σύμπαντος στο οποίο το κοινό θα περιπλανηθεί με χάρτη το συναίσθημα. Και ακόμη και αν δεν εντοπίζεται κάποιο ξεκάθαρο τελικό επιμύθιο, η πορεία μέχρι τον προορισμό είναι αρκούντως δελεαστική ώστε η ανάμνηση της θέασης να αποτιμάται θετικά.

Η πολύχρωμη πινακοθήκη των χαρακτήρων, με έντονα γνωρίσματα αλλά επίτηδες χωρίς βάθος, παραπέμπει εσκεμμένα σε ταμπλό βιβάν λόγω και της θεματολογίας της ίδιας της ταινίας, ενώ και η αισθητική των εικόνων κινείται σε κλασικά μονοπάτια, ειδικά όσον αφορά τα αρχιτεκτονικά παραδείγματα που παρουσιάζονται, κόντρα σε αυτό που επικρατούσε ως ωραίο κατά τη διάρκεια του χρονικού πλαισίου της δράσης (λογικά δεκαετία του 1980, ακόμη και αν δεν αναφέρεται ποτέ ευθέως πέρα από κάποιες λεπτομέρειες). Η όμορφη φωτογραφία της εξαιρετικά δραστήριας και υποτιμημένης Helene Louvart συμβάλλει καθοριστικά ώστε όλη η προσπάθεια να εκπέμψει σ’ ένα δικό της μήκος κύματος.

Κι ενώ σύντομα περάσματα όπως αυτά της Isabella Rossellini και της Alba Rohrwacher είναι απολαυστικά, το καθένα με τον δικό του τρόπο και αμφότερα αποφεύγοντας τον πειρασμό να ξεφύγουν προς μια κατεύθυνση της υπερβολής, η ερμηνευτική παρουσία που μένει περισσότερο στον νου τελικά είναι αυτή της Carol Duarte (οι έλληνες σινεφίλ πιθανόν να τη θυμούνται από την έξοχη «Αόρατη Ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμάο»), η οποία φέρνει μια αύρα στο σύνολο που μεταφράζει την εκκεντρικότητά του σε κάτι πιο προσβάσιμο και τρυφερό, και αναδεικνύεται τελικά ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, έστω και υπογείως.

Μια αυστηρά λογοκρατική ερμηνεία της «Χίμαιρας» ίσως να βρει αρκετούς λόγους για να παραπονεθεί, αλλά γίνεται όλο και πιο φανερό όσο εξελίσσεται το δράμα πως πρόκειται για μια κινηματογραφική πρόταση που δεν σχεδιάστηκε για να φιλτραριστεί με αυτήν τη νοοτροπία. Και στο πεδίο των συμβολισμών πάλι, με αναφορές που πιάνουν ένα φάσμα από τη μυθολογία στην ψυχανάλυση, δεν σερβίρονται όλα έτοιμα στο πιάτο. Γι’ αυτό είναι και στο χέρι του καθενός σινεφίλ να δει αν θα συνδεθεί σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο με το όραμα της Rohrwacher, αν θα γοητευτεί από τα πολλά αξιοθαύμαστα στοιχεία που θα βρει εδώ. Αν γίνει το πολυπόθητο «κλικ», η απόλαυση είναι δεδομένη.

Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr

Smart Search Module