Μενού

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ - Γιάννης Βασιλείου

passalis

Δίχως σενάριο της προκοπής και με έμφαση στο παρασκήνιο, το «Race for Glory» κάνει μια στάση από τα μέρη μας και καταφέρνει να φτάσει ως τη γραμμή τερματισμού χάρη στη γνώση της συνταγής μιας αθλητικής ταινίας και στον Ρικάνρντο Σκαμάρτσιο.

Για όσους δεν μπαίνουν στην αίθουσα με οπαδικά μπαγκάζια σε αθλητικές ταινίες που βασίζονται σε αληθινές ιστορίες,  πρέπει, όπως και στις ατόφιες μυθοπλασίες, να δοθεί ένας λόγος που υποστηρίζουμε τη μια πλευρά έναντι της άλλης. Ο υπογράφων, λόγω ελλιπών γνώσεων για το αντικείμενο –και απουσίας διπλώματος οδήγησης-  ίσως δεν διαθέτει κάποια απαραίτητη εξωκινηματογραφική πληροφορία και δυσκολεύτηκε να καταλάβει γιατί η ταινία είναι τόσο φανατισμένα υπέρ της Lancia. Μπορεί πχ. η παντοκρατορία της Audi στα ‘80s να οφείλεται σε εύνοια των ιθυνόντων του αθλήματος, μπορεί να ήταν «πέτσινα» τα πρωταθλήματά τους, για να επικαλεστούμε την ποδοσφαιρική αργκό.  Από την ταινία του Στέφανο Μορντίνι πάντως δεν προκύπτει κάτι τέτοιο, χώρια που είναι ο team manager της Lancia εκείνος που επιστρατεύει την πανουργία του για να κλέψει νίκες από την Audi.

Όπως προκύπτει μέσα από την ταινία, οι δυο ομάδες διαγωνίζονται για την πρώτη θέση στο πρωτάθλημα ράλι του '83, ώστε να πουλήσουν περισσότερα αυτοκίνητα, άρα εξ’ορισμού δεν υπάρχει κάποιο ευγενές κίνητρο από πίσω. Ναι, η Audi έχει πρόσβαση σε προηγμένη τεχνολογία, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να χρίσουμε Δαβίδ τη Lancia. Και ναι, οι μεν είναι Ιταλοί και οι δε Γερμανοί, αλλά αυτός είναι ένας λόγος υποστήριξης που μάλλον περιορίζεται στο ιταλικό κοινό, όχι; Και αφού είναι έτσι, γιατί να μην υποστηρίξουμε την Audi, οδηγός της οποίας είναι η Μισέλ Μουτόν, η θρυλική «Γαλλίδα Μουτόν», όπως την αποκαλούσε ο εγχώριος τύπος, μια γυναίκα που έγραψε τη δική της ιστορία σε ένα ανδροκρατούμενο σπορ;

Έτσι κι αλλιώς, οι οδηγοί και μαζί τους η οδηγική δράση περνούν σε δεύτερη μοίρα, με την αφήγηση να επικεντρώνεται στο παρασκήνιο και τις προσπάθειες του team manager της Lancia να κατατροπώσει με παγαποντιές την Audi. Χρειάζεται ένας ηθοποιός αρκετά μαγνητικός ώστε η μπαμπεσιά να περάσει για πονηριά, αυτός βρίσκεται στο πρόσωπο του Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, που κουβαλά την απαραίτητη δόση ελαφρότητας, ώστε οι επινοήσεις του να παραπέμπουν σε μεγάλο παιδί που κάνει σκανταλιές. Χρειάζεται, βέβαια, και σενάριο αν θες να χτίσεις ένα οδηγικό «Moneyball» που να αντλεί το δραματικά σημαίνον από το αθλητικό management, καθώς και να έχεις και κάτι να πεις πέρα από το άθλημα. Εδώ το δεύτερο απουσιάζει και η πρόζα του πρώτου περιορίζεται στο περιγραφικό σκέλος.

Πάντως, ακόμα και αν η (είπαμε, δευτερεύουσας σημασίας) οδηγική δράση προσπαθεί να κρύψει τον πλημελλή σχεδιασμό και την παραγωγική ένδεια και να κλέψει ένταση μέσω της μουσικής (πρωτίστως) και του μοντάζ (δευτερευόντως), ακόμα και με όλα τα παραπάνω βαρίδια και υπό την προϋπόθεση αποδοχής της υποστήριξης της Lancia, επειδή «έτσι», η ταινία πατά τα σωστά αφηγηματικά beats της κινηματογραφικής αθλητικής συνταγής. Έχει και ελληνικό ενδιαφέρον, λόγω γυρισμάτων στη χώρα μας, άρα την δίψα των εγχώριων φίλων του είδους κάπως θα την ξεγελάσει.

Γιάννης Βασιλείου
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinemagazine.gr

Smart Search Module