Με ένα νέο Βρετανό, που προσφέρει τις οραματικές του ικανότητες σε μια ομάδα «τομπαρόλι», τυμβωρύχων αρχαίων τάφων στην Τυρρηνία (περιοχή της κεντρικής Ιταλίας όπου έζησαν οι Ετρούσκοι), καταπιάνεται η ταινία «Η χίμαιρα» της Ιταλίδας σκηνοθέτριας Αλίτσε Ρορβάκερ, βραβευμένης δυο φορές στις Κάννες, με το Μέγα Βραβείο της Επιτροπής για τα «Θαύματα», 2014 και το Βραβείο σεναρίου για το «Ευτυχισμένος Λάζαρος», 2018.
Ο πρόσφατα αποφυλακισμένος Άρθουρ ψάχνει τη δική του «χίμαιρα» μέσα από το πρόσωπο της Μπενιαμίνα, της γυναίκας που έχασε (ίσως και να πέθανε), χρησιμοποιώντας το χάρισμά του για να φτάσει ως τα έγκατα της γης αναζητώντας την είσοδο στην άλλη ζωή, μια ζωή για την οποία μιλούν οι μύθοι. Η ταινία μας οδηγεί μέσα από διάφορους χώρους (δάση, πόλεις, θάλασσα, γιορτές και συγκεντρώσεις), ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς, σε μυστηριώδεις περιπέτειες, σε αναζήτηση μιας άπιαστης, πλανεύτρας χίμαιρας.
Η Ρορβάκερ αντλεί από τον κινηματογράφο που αγαπά για να αφηγηθεί την παράξενη, ελκυστική ιστορία της. Από τις σκηνές με την ομάδα των τυμβωρύχων, που έχουν κάτι από την έξαρση και τη μαγεία του Φελίνι (η σκηνή που μαζεύονται στην παραλία, κλόουν, βαμμένοι, ντυμένοι τραβεστί), μέχρι τις σκηνές με τον «ξένο», τον Άρθουρ, να περιφέρεται σε αναζήτηση μιας χαμένης αγάπης, σύγχρονος Ορφέας που ψάχνει τη δική του Ευρυδίκη (με κάτι από τον Παζολίνι των πρώτων ταινιών του). Με τη φύση και τα πουλιά να συμβολίζουν τη ψυχή των Ετρούσκων και να παρεμβαίνουν, με την με εξαιρετικές λεπτομέρειες φωτογραφία της Ελέν Λουβάρ (η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ και όχι με βιντεοκάμερα) και με μια το ίδιο εξαιρετική, που συμβάλλει στη δημιουργία της ατμόσφαιρας, μουσική (μαζί και ωραία τραγούδια), η Ρορβάκερ έφτιαξε μια, με χιούμορ, συγκίνηση και φαντασία, ωραία ταινία.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr