Η «Χίμαιρα» ανήκει στις ταινίες που προσπαθούν να σε βάλουν σε ένα εντελώς δικό τους «σύμπαν μυστηρίου» στο οποίο η παραδοσιακή αφήγηση δεν έχει θέση • εκεί όπου από κάποια στιγμή και μετά η ιστορία πάυει να έχει σημασία και το μόνο που μπορεί να λειτουργήσει ανάμεσα στον θεατή και το έργο που παρακολουθεί είναι η αίσθηση που του αφήνει χωρίς την βοήθεια της λογικής επεξεργασίας. Κάποιες το καταφέρνουν. Ενα παράδειγμα είναι η «Οδός Μαλχόλαντ» του Ντέιβιντ Λιντς. Κάποιες αποτυγχάνουν και ένα παράδειγμα είναι το «Μινόρε» του Κωνσταντίνου Κουτσολιώτα που προβλήθηκε την περασμένη εβδομάδα.
Η «Χίμαιρα» ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Το φιλμ ξεκινά μέσα σε ένα βαγόνι τρένου όπου βρίσκεται ένας άντρας, ο Αρτούρ (Τζος Ο’ Κονορ) και μερικές γυναίκες. Είναι λιγομίλητος, νευρικός και μάλλον βρωμάει γιατί κάποιος του το λέει και ο Αρτούρ ξεσπά πάνω του. Αργότερα ο Αρτούρ κατεβαίνει από το τρένο και θα τον βρούμε σε μια περιοχή της επαρχίας και σε ένα σπίτι όπου ζουν γυναίκες διαφορετικών ηλικιών με μεγαλύτερη μια κυρία που έχει την μορφή της Ιζαμπέλα Ροσελίνι.
Η εποχή δεν ορίζεται αλλά τα αυτοκίνητα παραπέμπουν σε τέλη seventies, ίσως αρχές eighties. Tι είδους κοινότητα είναι αυτή που βλέπουμε; Γιατι ο κόσμος που την περιβάλλει είναι ντυμένος με παράξενα ρούχα, σαν σε καρναβάλι. Κατι συμβαίνει με αρχαιολογικές ανασκαφές αλλά δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς. Μοιάζουν με ανθρώπους έξω από τον χρόνο και τον χώρο και η Ρορβάχερ τους παρακολουθεί χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το τί ακριβώς κάνουν. Και όμως, η ιστορία έτσι όπως είναι ειπωμένη βγάζει κάτι το μαγικό και συγχρόνως το ιντριγκαδόρικο που σε αναγκάζει να την παρακολουθήσεις, ίσως επειδή ο φακός της σκηνοθέτριας «χαϊδεύει» με αγάπη πρόσωπα, σώματα, αντικείμενα, όπως και τον περιβάλλοντα χώρο, την φύση.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr