Μενού

ANIMAL - Βασίλης Μάλτας

1820 6

Φεμινιστικό, υπαρξιακό, πολιτικό, παλλόμενο, συγκινητικό

“Let’s party!”: η ενθουσιώδης προτροπή της Κάλιας είναι σαν σύνθημα που περίμεναν οι τουρίστες να ανέβουν μεμιάς τα ντεσιμπέλ των διαθέσεων τους, να αρχίσουν τον χορό και το ποτό μέχρι τελικής πτώσης στα κλαμπ ή να αρχίσει η προγραμματισμένη διασκέδασή τους στα all inclusive ξενοδοχεία.

Πόσα χρόνια η Κάλια υπηρετεί τον μύθο του hot ελληνικού καλοκαιριού δουλεύοντας κάπου στην Κρήτη ως διασκεδάστρια  τουριστών με τον κατ’ ευφημισμό τίτλο του “animateur”; Πόσα καλοκαίρια πρωταγωνιστεί σ’ αυτές τις καλοδουλεμένες βέβαια, μουσικοχορευτικές, κιτς παραστάσεις με τον κατ’ ευφημισμό τίτλο της “performance”, τραγουδώντας εύθυμα και light καψούρικα hits, προσθέτοντας αστεράκια και ποστίς στα μαλλιά, γεμίζοντας το αστραφτερό φόρεμά της στο ύψος του στήθους ώστε να προσφέρει την επιθυμητή εικόνα στα αρσενικά βλέμματα, μιμούμενη σεξουαλικές σκηνές που χορταίνουν τις φαντασιώσεις των τουριστών- και υπόκειται τη χυδαιότητα ορισμένων να την χουφτώνουν; (μπροστά στις συμβίες τους που χαμογελάνε πιστεύοντας ότι αυτή η αντρική εκτόνωση είναι ακίνδυνα αναγκαία για τον γάμο). Και, πόσα καλοκαίρια ζει σε τέτοια άχαρα  δωμάτια, αντιμετωπίζει τον καύσωνα με φτηνούς ανεμιστήρες,  συμπληρώνει τα πρωινά της με τα απομεινάρια της πίτσας από την προηγούμενη μέρα; (άραγε, πόσοι δεν θα σκεφτόμασταν ότι είναι τυχερή που βγάζει λεφτά διασκεδάζοντας ξέφρενα τα βράδια, με εξασφαλισμένα στέγη, φαγητό και θαλασσινά μπάνια, πόσοι δεν θα ζηλεύαμε αυτήν την κατάσταση λογαριάζοντάς την ως ελευθερία μέσα στη μισθωτή δουλεία και την καθημερινή κανονικότητά μας;).

Πότε βυθίστηκε η Κάλια σ’ αυτήν τη λούπα χωρίς να το αντιληφθεί; Γιατί χάθηκαν τα όνειρα του βραδινού της ύπνου; Σε ποια περασμένη της ζωή καμάρωνε νιώθοντας σαν “τζουκ μποξ” που του παραγγέλνουν ένα τραγούδι και το χόρευε με περισσή ενέργεια; Πότε έσβησε το θαυμαστικό φωνάζοντας “Let’s party”, πότε έπαψαν να την ανεβάζουν ή ανακουφίζουν το αλκοόλ και τα χάπια; Πότε οι εσωτερικές διεργασίες ωριμάζουν και χτυπάνε την πόρτα της συνείδησης ώστε να αρνείται πια την επιβεβαίωση τής σεξουαλικότητάς της στα αδηφάγα βλέμματα των τουριστών ή να την χορταίνει υπηρετώντας για λίγα λεπτά τη σεξουαλική ικανοποίηση του αρσενικού; Και, άραγε, πόσων “animateurs”, “performers”, “entertainers” που έχει εκπαιδεύσει όλα αυτά τα καλοκαίρια να φουσκώνουν το στήθος τους, να χορεύουν με σεξουαλισμό, να “σκορπάνε χαμόγελα”, κάθε βράδυ μετά από κάθε βράδυ, πόσων τα όνειρα αντιλήφθηκε ότι συντρίβονταν στην απρόσωπη καπιταλιστική μηχανή της τουριστικής βιομηχανίας, πιστεύοντας ότι τα δικά της δεν θα σβήσουν ποτέ, ότι γι’ αυτήν δεν θα ξεφτίσει ποτέ ο μύθος της συγκεκριμένης δουλειάς- πότε, άραγε, ήταν που θαμπώθηκε για πρώτη φορά, για τόσα χρόνια; Και, πως συμπαραστεκόταν στα κορίτσια της ομάδας όταν βίωναν τον σεξισμό των τουριστών, άραγε τους έλεγε ότι είναι μέρος της δουλειάς, ότι όλα συνηθίζονται; Πόσο αντέχουμε να ζούμε την ίδια μέρα κάθε μέρα, πόσο αντέχουμε να ζούμε με την εικόνα που θέλουν- και, πια, θέλουμε- για μας, να ξεχνιόμαστε σε φευγαλέες ηδονές της νύχτας και να ξυπνάμε με μια επίμονη, ανεξήγητη, γαμημένη θλίψη, πόσο αντέχουμε να πρέπει να αντέχουμε;

Εκπαιδεύοντας η Κάλια τα νέα κορίτσια (από την ανατολική Ευρώπη, στην πλειοψηφία τους) να προσαρμόζονται στις εργασιακές απαιτήσεις για θελκτική, αισθησιακή εικόνα, ουσιαστικά εμπεδώνουν να χωράνε την ύπαρξή τους σ’ αυτήν την εικόνα την ώρα της δουλειάς, να αποζητάνε το χειροκρότημα και τα επιδοκιμαστικά βλέμματα σαν αποζημίωση για την αλλοτρίωσή τους- πόσος αληθινός εαυτός απομένει στην προσωπική ζωή κάθε εργαζόμενου που “είναι υποχρεωμένος να φοράει μια στολή καθημερινά”, όπως δηλώνει η σκηνοθέτιδα και πόσο τον αντέχουμε πια; Και, ως άτυπος επικεφαλής της ομάδας, δίνοντας το παράδειγμα να αντιμετωπίζουν κόπωση, πόνο, φόβους,  αμφιβολίες, θλίψη, θυμό σαν αντιπάλους τους, να μην έχουν εργασιακό ωράριο, πολύωρη δουλειά στο ξενοδοχείο κι αρπαχτές στα κλαμπ για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, να λειτουργούν σαν ζώα σε τσίρκο που διασκεδάζουν το κοινό, ουσιαστικά εκπαιδεύει τα μέλη της να “κάνουν ο,τιδήποτε για σπιτάκι, φαγάκι, λεφτάκια”– πόσος προσωπικός χρόνος απομένει για να ανασυγκροτηθεί ο αληθινός εαυτός; Ο λεγόμενος επαγγελματισμός του εργαζομένου που τόσο εκθειάζεται, πολύ συχνά δεν είναι παρά η εσωτερίκευση των εταιρικών, εργοδοτικών στόχων ως προσωπικών, όχι μόνο εξαιτίας της οικονομικής ανάγκης, επιπλέον με την ανάγκη της επιβράβευσης από τον ισχυρότερο. Η Κάλια ουσιαστικά υποκαθιστά την εργοδοσία, γεμίζοντας το εσωτερικό κενό με κύρος- στην ταινία, δεν απεικονίζεται η εργοδοσία: “Η προσωποποίηση του «κακού» σε έναν εργοδότη ή εργοδότες, πιστεύω ότι θα αποδυνάμωνε αυτόν τον στοχασμό πάνω στο απρόσωπο σύστημα”, δηλώνει η σκηνοθέτιδα. Είναι μέσα από τη φεμινιστική και υπαρξιακή προσέγγιση της ταινίας που αναδύεται η πολιτική διάσταση.

Τα πλάνα στα πρόσωπα της Κάλιας και των συνεργατών της με την ανήσυχη, νευρώδη κάμερα στο χέρι μάς συντονίζουν με τον ψυχισμό τους, μεταδίδουν έναν πυρετό που σιγοκαίει μέσα τους, σύμπτωμα της αποξένωσης από τον εαυτό τους όπου δεν επιτρέπεται σε κανέναν να κοπάσει ούτε μια στιγμή- και δεν επιτρέπουν ούτε οι ίδιοι στον εαυτό τους να κοπάσει μια στιγμή, δουλεύοντας για να διατηρούν ψηλά την αδρεναλίνη των τουριστών που θέλουν να χωρέσουν μια ολόκληρη χρονιά άχαρης κι επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας στις 2-3 εβδομάδες των διακοπών τους, διασκεδάζοντας σε μια ηδονική αποχαύνωση ή μανιακή υπερένταση, με το καθησυχαστικό ομοίωμα της ευφορίας που τους προσφέρεται, εξοστρακίζοντας κάθε συγκίνηση, απορία και προβληματισμό. Είναι το σύμπτωμα της σωματικής και πνευματικής εκμετάλλευσης των διασκεδαστών και της έλλειψης επίγνωσής της, σε ένα “show must go on” που εσωτερικεύουν οι ίδιοι ώστε εκπληρώνοντας το λεγόμενο “επαγγελματικό καθήκον” να βγάζουν τα προς το επιβιώνειν. Γκρίζοι ουρανοί, μουντοί χρωματικοί τόνοι, άδειες παραλίες, απρόσωποι χώροι των ξενοδοχείων και των κλαμπ, όλα μεταδίδουν τη μελαγχολία από την τεχνητή, επίπλαστη ευφορία του φημισμένου ελληνικού καλοκαιριού για το οποίο πολλοί είναι εθνικά περήφανοι. Κι όσο περνάει η ώρα, οι τόνοι πέφτουν κι ο ρυθμός μεταβάλλεται, η ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση του πρώτου μέρους δίνει τη θέση της σε μια ατμόσφαιρα περισσότερο εσωτερική, η θλίψη της Κάλιας που υφέρπει, εκδηλώνεται χωρίς κραυγές ή κρότο, η αλλαγή της συντελείται εσωτερικά.

Μέσα στις φυσικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών, οφείλουμε μια ιδιαίτερη μνεία στην ερμηνεία της Δήμητρας Βλαγκοπούλου: εσωτερική, καθηλωτική, συγκινητική, μεταδίδει τον σπαραγμό που κουκουλώνει η λαμπερή της αύρα, το χαμόγελο που κάποτε θαρρείς ήταν διάπλατο και πια έχει συρρικνωθεί και γίνει περισσότερο μηχανικό, το φοβισμένο πλάσμα πίσω από την επιφάνεια της δυναμικής γυναίκας και της ερωτικής περσόνα, την εσωτερική της διαδρομή όπου αποτινάσσει την εσωτερικευμένη πατριαρχική νοοτροπία μέσα από την εξέλιξη τής ερωτικής της επιθυμίας- η ερμηνεία της “προκαλεί δέος”, όπως έχει γραφτεί. Και, αν και θα θέλαμε μια μεγαλύτερη ανάπτυξη σε ορισμένους δεύτερους χαρακτήρες και κάπως μικρότερη διάρκεια λόγω μιας επαναληπτικότητας ορισμένες φορές στο πρώτο μέρος, το “Animal” δεν παύει να δονεί υπόκωφα με ό,τι δεν δηλώνεται και δεν απεικονίζεται, να πάλλεται, να συγκινεί.

Βασίλης Μάλτας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tetartopress.gr

Smart Search Module