Ύστερα από ένα διπλό φονικό με άγνωστα αίτια, πατέρας και γιος βρίσκονται σ’ ένα μεταιχμιακό «καθαρτήριο» ψυχών, αδύναμοι ν’ αντιμετωπίσουν το «πουθενά» του τώρα και το πέρασμά τους στο «μετά» (ή μια ελπίδα γυρισμού στο πριν).
Από τις άπειρες «παραξενιές» που έχω αντιμετωπίσει (με τον πλέον άσχημο τρόπο) στο (σύγχρονο) ελληνικό σινεμά εδώ και δεκαετίες, το «Tranzit» του Κάρολου Ζωναρά ομολογώ ότι… δεν με άφησε αδιάφορο! Σίγουρα θα ξενίσει κάποιους αυτή η στάση μου, διότι δεν μιλάμε ακριβώς για το σινεμά που αναζητώ (ή επικροτώ) πραγματικά. Υπάρχει, όμως, μια συνέπεια σ’ αυτό που έχει οραματιστεί κι έχει στήσει ο Ζωναράς σε τούτο το φιλοσοφικού διαλογισμού και αναζήτησης έργο, που δεν (σου) επιτρέπει να το «κανιβαλίσεις».
Σ’ ένα μαυρόασπρο τοπίο ερημιάς, όπως δηλώνουν οι σημειώσεις του φιλμ, τα πρόσωπα τοποθετούνται σε «ένα φαντασιακό επέκεινα που ελέγχεται από αφηρημένες μαθηματικές αρχές και όπου οι νεκροί καλούνται να αποφασίσουν: να αποδεχτούν τη διαδικασία αποϋλοποίησής τους ή να παραμείνουν σε απροσδιοριστία για πάντα». Δεν υφίσταται κάποια εξέλιξη πλοκής ή ιστορίας, αλλά η αφήγηση αποτελείται από «κύκλους» σκέψεων και συνεχών διαλόγων για τον θάνατο, το σύμπαν και την ύλη, τα σύνορα του χρόνου και του κόσμου, την όποια υπέρβαση μαθηματικής θεωρίας, σ’ ένα αφηρημένα «ποιητικό» ύφος θεατρικότητας, η οποία προσεγγίζει από το αρχαίο δράμα έως και την υπαρξιακή μπεκετική γραφή.
Ο θεατής έχει να διαλέξει ανάμεσα σε τρεις ενδεχόμενες αντιδράσεις: α) να το βάλει στα πόδια από τα πρώτα λεπτά της προβολής, β) να μείνει εντελώς αμήχανος μπροστά στο κείμενο του έργου ή γ) να επιχειρήσει ένα είδος «συνομιλίας» με αυτό, αναζητώντας ένα κάποιο συμπερασματικό και γόνιμο αποτέλεσμα. Ακόμα κι αν (τελικά) δεν υπάρξει κάτι τέτοιο, όμως, σίγουρα άξιζε τον κόπο η «τριβή».
Το «Tranzit» προστατεύεται εικαστικά από την επιλογή της μαυρόασπρης φωτογραφίας (της Φραντσέσκας Ζωναρά́) και την τραχύτητα του τοπίου που μετατρέπεται σε σκηνικός χώρος (και τα δύο στοιχεία μου έφεραν στον νου εικόνες από το «Fando y Lis» του Αλεχάντρο Χοντορόφσκι!), όμως, σκοντάφτει άσχημα στο κομμάτι των κοστουμιών (Γιάννης Κριθαράς), τα οποία μειώνουν σημαντικά την υπόλοιπη αισθητική αρμονία του έργου, με «στολές» ομοιόμορφα «λερωμένες» που παραπέμπουν ανάμεσα σε… «καλογερική» και ψυχεδέλεια, συχνά καταστρέφοντας τα ελκυστικά «μυστηριακά» καδραρίσματα. Ειλικρινά, κάτι πιο δημιουργικό και ταιριαστό στον συγκεκριμένο τομέα, θα απογείωνε πολύ περισσότερο αυτό που εισπράττει το βλέμμα από το φιλμ.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Σκληροπυρηνικό art-house που υπενθυμίζει την παλιακή ρήση… «κουλτούρα να φύγουμε». Σε συνδυασμό με ελληνική παραγωγή, αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει όλο αυτό. Πάντως, υπάρχει ένα σκεπτικό κι ένα concept αναζήτησης που ο Κάρολος Ζωναράς υπηρετεί με συνέπεια, καταφέρνοντας να διεκδικεί μερικό σεβασμό για την τόλμη του (όσες κι αν είναι οι κάπως primitive αστοχίες του…).
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr