ΚΑΠΟΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΠΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ - Πάρις Μνηματίδης
Μια περίληψη της υπόθεσης προϊδεάζει για κάτι αρκετά πιο πολιτικά φορτισμένο από αυτό που τελικά προκύπτει, χωρίς να λείπει το αντίστοιχο σχόλιο ανά σημεία, δίχως όμως αυτές οι στιγμές να χαρακτηρίζουν και το σύνολο. Μπορεί κανείς να κάνει παραλληλισμούς ανάμεσα στον πυρήνα της πλοκής και τις μεταβολές που έλαβαν χώρα μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, μερικές εκ των οποίων αποτυπώνονται και σεναριακά, σίγουρα όμως αυτή η διάσταση περνάει σε δεύτερη μοίρα συγκριτικά με άλλα στοιχεία. Το φιλμ της Emily Atef ανταποκρίνεται από την αρχή μέχρι το τέλος στην κλασική συνταγή του «απαγορευμένου» ρομάντζου, με ερωτικές σκηνές πιο τολμηρές από τον μέσο όρο, αλλά χωρίς να δίνει μια πειστική απάντηση ως προς το γιατί η συγκεκριμένη ιστορία αγάπης να αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Ακόμη και το φινάλε φαντάζει ως μια κίνηση απόγνωσης τύπου «βγάζω το βαρύ πυροβολικό» για να προστεθεί βαρύτητα σε μια αφήγηση που ελάχιστα συναρπάζει μέχρι εκείνο το σημείο.
Το ζήτημα είναι ότι το ειδύλλιο που βρίσκεται στο επίκεντρο παραείναι απλοϊκό, με συστατικά που έχουν χρησιμοποιηθεί υπερβολικά πολλές φορές για να εκπλήξουν εδώ. Σε ορισμένες μάλιστα πτυχές του αγγίζει μια αφέλεια που θυμίζει παραδείγματα τύπου «Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι». Και οι δύο πρωταγωνιστές ποτέ δεν αποκτούν μια πραγματικά στέρεα ψυχολογική υπόσταση, ούτε όμως τα κενά τους είναι σχηματισμένα με τρόπο τέτοιο που να υπονοούνται πολλές λεπτομέρειες και από αυτά ακόμη. Πρόκειται για ένα ζευγάρι που μπορεί να συνοψιστεί κάπως απαξιωτικά ως το δοκιμασμένο δίπολο του μυστηριώδη άντρα με τη συναισθηματικά παρορμητική γυναίκα, με τις περισσότερες από τις αναμενόμενες αλληλεπιδράσεις που θα περίμενε κανείς από ένα ταίριασμα των δύο αυτών στερεοτύπων. Κι ενώ είναι ένα γεγονός που μπορεί να περάσει απαρατήρητο από τη μερίδα του κοινού που θα εστιάσει στον χείμαρρο πάθους που αποτελεί την καρδιά του σεναρίου, αφήνει μια άσχημη επίγευση το ότι σε μια χρονική διάρκεια άνω των δύο ωρών συμβαίνουν στην πραγματικότητα ελάχιστα.
Το όλο «πακέτο» πάντως έχει κάποια ατού που το εμποδίζουν από το να γίνει εντελώς απορριπτέο. Τα χρώματα της φωτογραφίας του Armin Dierolf για παράδειγμα χαρίζουν στο μάτι αρκετές όμορφες εικόνες, οι οποίες μάλιστα ανταποκρίνονται αισθητικά σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο της τότε εποχής (μετάβαση από τη δεκαετία του 1980 σε αυτή του 1990). Εντοπίζονται και σκηνές που, έστω και στιγμιαία, βάζουν τον θεατή μέσα στο δράμα λόγω κάποιων καλών χειρισμών εκ μέρους της Atef. Και η ερμηνεία της νεαρής Marlene Burow ταιριάζει «γάντι» με την ηρωίδα που καλείται να υποδυθεί, εναλλάσσοντας εσωστρέφεια κι ένταση με τη σωστή δοσολογία για έναν χαρακτήρα που έρχεται αντιμέτωπος με τις προκλήσεις στο κατώφλι της ενηλικίωσης.
Μια παρόμοια σεναριακή αφετηρία με μια διαφορετική αξιοποίηση μπορεί να έδινε κι ένα ιδιαίτερα δυνατό ρομαντικό δράμα σαν αποτέλεσμα. Το «Κάποια Μέρα θα Πούμε τα Πάντα ο Ένας στον Άλλον» δυστυχώς επιλέγει να επεξεργαστεί τη σχέση στην οποία εστιάζει με μπανάλ ως επί το πλείστον τεχνάσματα και με μια κατά βάθος συντηρητική λογική, παρά τον φαινομενικά απενοχοποιημένο τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τη σεξουαλικότητα. Παρακολουθείται με κάποιο ενδιαφέρον, χωρίς όμως ποτέ αυτό να μετατρέπεται από μια επιδερμική περιέργεια σε ουσιαστική επένδυση στα όσα διαδραματίζονται επί της οθόνης.
Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr