Το έτερο ερωτικό τρίγωνο της εβδομάδας έρχεται με φόντο μια απομονωμένη, παγωμένη μεθοριακή πόλη της Κίνας, όπου τρεις νέοι άνθρωποι σμίγουν τις μοναξιές και τα αδιέξοδά τους προσπαθώντας να καταλάβουν αν ανήκουν καν σε αυτό τον κόσμο. Επικοινωνία, αγάπη, σιωπή, φλόγα μέσα σε ένα καμβά-αισθηματικό λαβύρινθο. Ο Άντονι Τσεν, βραβευμένος με Χρυσή Κάμερα στις Κάννες για το “Ilo Ilo” και σκηνοθέτης του επίσης όμορφου και τρυφερού “Η Εποχή της Βροχής”, κάνει ξανά αυτό που ξέρει πολύ καλά, δείχνοντας κινηματογραφική σιγουριά στις εικόνες του την ίδια ώρα που η ιστορία κι οι ήρωές του κρύβουν μέσα τους μια απέραντη αβεβαιότητα.
Αυτού του τύπου οι αναζητήσεις, όταν είναι όμορφα και ικανά εκτελεσμένες, πάντοτε κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον – τι είναι ας πούμε αυτό που κάνει τον Χαοφένγκ να σκέφτεται ακόμα και την αυτοκτονία όταν κουβαλά πάνω του διακριτικά σημάδια μιας πετυχημένης (εντός πολλών εισαγωγικών) ζωής; Ή τι είναι αυτό που κρατά ανείπωτη την έλξη που ενδεχομένως υπάρχει ανάμεσα στην ξεναγό Νανά και τον Σιάο; Καθώς η μια μέρα γίνεται πολλές κι οι τρεις ήρωες μοιάζουν να επιλέγουν αυτό το παγωμένο τοπίο ως έναν χώρο για να καθαρίσουν τις ψυχές και να δουν καθαρά τα θέλω τους, ο Τσεν ακολουθεί με υπομονή και αυτοσυγκράτηση τους χαρακτήρες του σε αυτό το ταξίδι φροντίζοντας έτσι και τον περίεργο θεατή. Μπορεί το δράμα να είναι κρυσταλλωμένο, αλλά ποτέ δε νιώθεις τίποτα παρά αγάπη και φροντίδα για αυτούς τους ήρωες.
Με σαφείς επιρροές στο σινεμά του Τσεν από σκηνοθέτες της Νουβέλ Βαγκ (το “Ζιλ και Τζιμ” του Τρυφώ είναι το σημείο εκκίνησης της ταινίας) αλλά και από το ταϊβανέζικο Νέο Κύμα (μπορείς να δεις το φιλμ ως απόγονο του Έντουαρντ Γιανγκ), η ταινία διαθέτει ειλικρίνεια, ρυθμό, και μια αισθητική στην απόλυτη υπηρεσία των χαρακτήρων (κι όχι το αντίθετο). Δεν διαθέτει όμως ούτε την παιχνιδιάρικη αναρχία και το απρόβλεπτο των γαλλικών 60’s, αλλά ούτε και τους μεγάλης εμβέλειας κόσμους που έχτιζαν μέσα από το υπομονετικό, λεπτομερές τους βλέμμα οι ασιάτες auteurs των ‘80s. Υπάρχει κάτι που το σινεμά του Τσεν αφήνει στο «σχεδόν», αλλά ακόμα κι έτσι τα ταξίδια των ταινιών του αξίζει απολύτως να τα ακολουθήσεις.
Θοδωρής Δημητρόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα news247.gr