Μια ανιματέρ σε ξενοδοχείο βλέπει τη ζωή της να βαλτώνει στο φτηνό θέαμα που προσφέρει η ομάδα της, τις φευγαλέες ερωτικές επαφές της και την έλλειψη προοπτικής για κάτι καλύτερο.
Κοινωνικό δράμα για το οποίο η πρωταγωνίστρια Δήμητρα Βλαγκοπούλου κέρδισε βραβείο ερμηνείας στα περσινά φεστιβάλ του Λοκάρνο και της Θεσσαλονίκης, ενώ στο δεύτερο η ταινία κέρδισε επίσης τον Χρυσό Αλέξανδρο του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος. Πρόκειται για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτριας, μετά το «Park» (2016).
Μαζί με το «How To Have Sex» (Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ), αποτελεί τη δεύτερη φετινή ταινία γυρισμένη στα Μάλια (έστω κι αν αυτά δεν αναφέρονται ως τοποθεσία της πλοκής), που παρέχει μια απομυθοποιητική οπτική στη βιομηχανία του τουρισμού.
Κι αν η ταινία της Γουόκερ αφορούσε μια προσωπική ιστορία ενηλικίωσης από την πλευρά των πελατών, η ιστορία της Εξάρχου αφορά το επαγγελματικό παρασκήνιο των εργαζομένων, στο πλαίσιο του οποίου το εργασιακό αδιέξοδο συνδέεται με το προσωπικό- ταύτιση που δηλώνεται ήδη από την κάρτα τίτλου, όπου η λέξη Animal χάνει το τελευταίο γράμμα για να μετατραπεί σε Anima, που σημαίνει ψυχή στα λατινικά κι αποτελεί επίσης τη ρίζα της ονομασίας του επαγγέλματος των χαρακτήρων, ανιματέρ.
Η πρωταγωνίστρια Κάλλια μοιάζει να βαλτώνει όλο και περισσότερο σε μια συνθήκη που την πνίγει, χωρίς να βρίσκει το κίνητρο να ξεφύγει. Η Βλαγκοπούλου αποδίδει εύστοχα την ευφυία και τη δυναμική της ηρωίδας, ταυτόχρονα με τη μελαγχολία των χαμένων ονείρων, την απελπισία και την παράδοσή της σε μια μη- αναστρέψιμη κατάσταση, ενώ η φωτογραφία της Μόνικα Λεντσέφσκα εξασφαλίζει τη φτωχική, υλικά και συναισθηματικά στερημένη καθημερινότητα των ηρώων.
Ωστόσο, μένει κανείς με την αίσθηση ότι η Κάλλια θα μπορούσε να έχει αναπτυχθεί περισσότερο ως χαρακτήρας, ενδεχομένως μέσα από πιο πρόσφορες πλευρές της πλοκής που μένουν αναξιοποίητες, όπως το μικρό κορίτσι που της μοιάζει αλλά η σχέση τους δε διασαφηνίζεται ή μέσα από την εσωτερική της σύγκρουση, που ξεσπάει μόνο σύντομα στο τέλος.
Το ίδιο ισχύει και για την αρχάρια Εύα, που η πλοκή μοιάζει να την παραλληλίζει με την παλαιότερη συνάδελφό της, ο δραματουργικός χειρισμός της οποίας όμως παραμένει αποσπασματικός κι ημιτελής. Αντιθέτως, το σενάριο πλατειάζει καθώς αναλώνεται είτε σε επαναλήψεις, καταφεύγοντας σε πλεονάζουσες ερωτικές σκηνές και χορογραφίες, είτε σε παράλογες υπερβολές, όπως η σκηνή με το συρραπτικό.
Νϊκος Τσαγκαράκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα patris.gr