ΔΕΝΤΡΟ ΜΕ ΤΙΣ ΧΡΥΣΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ, ΤΟ - Βασίλης Μάλτας
Εμβυθιστικό, πνευματικό, μαγικό ταξίδι
“Θέλω να πιστέψω αλλά δεν μπορώ. Πολλές φορές αναζήτησα την πίστη αλλά με συγκρατεί η λογική μου“, απαντά ο σιωπηλός όλη αυτήν την ώρα Τιέν στον αντιμεταφυσικό φίλο του για την απόφαση του άλλου φίλου τους να ζήσει στο βουνό, αναζητώντας εκεί υπαρξιακό νόημα μέσω της θρησκευτικής πίστης (έχοντας μαζί του το PlayStation, το μόνο περιουσιακό του στοιχείο που δεν πούλησε). Θα διακόψουν τη συζήτησή τους εξαιτίας της τρομακτικής σύγκρουσης δύο μηχανών αλλά δεν απομακρύνονται από το τραπέζι τους, παρατηρώντας χωρίς εγρήγορση τα τραυματισμένα σώματα (προκαλεί εντύπωση ότι ούτε ο αναχωρητής φίλος τους αντιδρά), όπως όλοι εκεί: απάθεια, πιθανώς, λόγω της συχνότητας των ατυχημάτων και της αποξένωσης στη μεγαλούπολη- επιπλέον, πολλοί άνθρωποι νικημένοι από τους αγχωτικούς, φρενήρεις καθημερινούς ρυθμούς της περιορίζουν τις υπαρξιακές ανησυχίες τους, χωρώντας τες στη λεκτική διατύπωση κι εκτόνωσή τους, στην ανάγκη ανακούφισής τους.
“Τι είναι πίστη θείε;”.
“Γιατί ρωτάς;”.
“Ο παπάς είπε ότι η μαμά είχε ακλόνητη πίστη”.
“Η πίστη είναι κάτι που ακόμα το αναζητώ”.
“Με τι μοιάζει;”.
“Έχεις δανείσει κάποιο παιχνίδι σου σε συμμαθητή σου;”.
“Ναι”.
“Δεν σκεφτόσουν ότι ο φίλος σου θα στο έδινε πίσω;”.
“Φυσικά”.
“Γιατί το σκεφτόσουν;”.
“Γιατί ξέρω ότι ο φίλος μου είναι καλός άνθρωπος”.
“Κάπως έτσι είναι η πίστη”.
Ο Τιέν νοηματοδοτεί την πίστη με την εμπιστοσύνη που έχουν τα παιδιά (μέχρι να εκπαιδευτούν ότι η αγάπη νοείται υπό όρους).
Ο νέος, χαμηλόφωνος, μελαγχολικός Τιέν αναλαμβάνει τη φροντίδα του πιτσιρικά μετά τον ξαφνικό, σκληρό θάνατο της μητέρας του (συγκινεί η αφοσίωσή του), ακούει με ενσυναίσθηση τους άλλους, καθοδηγείται από καλοσύνη κι όχι από καθήκον, είναι η δική του μορφή πίστης που, όμως, έχει ανάγκη μιας αποκάλυψής της που θα λύσει τα ενήλικα μάγια του φόβου να γνωρίσει και να αποδεχτεί τον εαυτό του. Αναγκασμένος να επιστρέψει από την πολύβουη μεγαλούπολη στο χωριό του με τα παλιά, ξύλινα σπίτια στους λασπωμένους χωματόδρομους, ο Τιέν, επιστρέφοντας στο παρελθόν του, βρίσκεται πιο κοντά στον εαυτό του- και, σταδιακά, όλο και πιο μακριά κι απ’ αυτόν. Οι μυσταγωγικές τελετές της τοπικής Καθολικής εκκλησίας, εμποτισμένες με την πνευματικότητα του παραδοσιακού εκεί Βουδισμού, που γίνονται καταφύγιο για τους φόβους, οι τροπικές βροχές που θαρρείς ότι στο φυσικό περιβάλλον ξεπλένουν τα πάντα, ο χαρούμενα ακατάπαυστος θόρυβος των τρεχούμενων νερών, τα παιδικά παιχνίδια στους δρόμους χωρίς στενή γονεϊκή επίβλεψη (η ζωντάνια των παιδιών που διαρκεί μέχρι να προσαρμοστούν στα κοινωνικά πρότυπα), η μυστηριακή αίσθηση να ερευνάται ψηλαφητά ο αόρατος από την ομίχλη γνώριμος κόσμος, η ανοιχτωσιά του ορίζοντα όπου δεσπόζουν τα αιώνια, καταπράσινα βουνά, όλα τροφοδοτούν μια θρησκευτικής φύσης αφύπνισή του όπως δηλώνει ο σκηνοθέτης: “Είμαστε κυριευμένοι από το προσωρινό, φιλοδοξίες, ανάγκες, επιθυμίες. Όσα βιώνει ο Τιέν, είναι μέρος του θεϊκού σχεδίου που υπάρχει γι’ αυτόν. Η αποδοχή της απώλειας συμβαδίζει με την ανάκτηση της πίστης“. Ο Τιέν μετασχηματίζεται αδιόρατα μέσα σ’ ένα υπαρξιακό κουκούλι με αβίαστο, φυσικό ρυθμό.
Μ’ αυτόν τον ρυθμό συντονίζεται η ταινία: πολύ μεγάλα σε διάρκεια μονοπλάνα, η κάμερα αρχικά ακίνητη σε μακρινό πλάνο, πλησιάζει με σεβασμό τα πρόσωπα, προσφέρει άπλετο χρόνο να παρατηρήσουμε τον Τιέν και τους χώρους όπου περιηγείται, να συντονιστούμε με τον ψυχισμό του (“Τα πολλά πλάνα επηρεάζουν την αντίληψη και μειώνουν τη συνέχεια του χωροχρόνου, επηρεάζουν τη σύνδεση του θεατή με τους χαρακτήρες. Αντίθετα, τα μεγάλα σε διάρκεια πλάνα επιτυγχάνουν μια αίσθηση του άχρονου, του αιώνιου, μπορείς να βυθιστείς ολικά στον φανταστικό κόσμο“). Ο κινηματογραφικός χρόνος κυλάει πολύ αργά- αυτό, γενικά, μας κουράζει λόγω της αντίληψης για τη γραμμική, σταθερή ροή ενός αντικειμενικού χρόνου με την οποία έχουμε εκπαιδευτεί, αποκομμένοι από την προσωπική μας αίσθηση και τον υποκειμενικό μας χρόνο, λόγω του ότι αποζητάμε απαντήσεις και μάλιστα χωρίς χρονοτριβή, του ότι δεν παρατηρούμε παρά το βλέμμα αναζητά διαρκώς να καταναλώσει νέες εικόνες, να καταγράψει νέες εμπειρίες που δεν επιτρέπουμε να μας διαπεράσουν, μονάχα συσσωρεύοντας το άδειο κέλυφός τους. Υπνωτιστική ατμόσφαιρα, η ανάγκη εξηγήσεων σταδιακά αποδυναμώνεται, μια κατάσταση διαλογισμού, αναρωτιόμαστε τι είναι πραγματικό και τι όχι, μια απόκοσμη λάμψη αναδύεται από την ψηφιακή φωτογραφία σαν οι άνθρωποι να είναι ταυτόχρονα οι αντανακλάσεις τους από κάπου αλλού, νιώθουμε σαν ν’ ανοίγεται η πύλη σ’ έναν άγνωστο, αβαρή κόσμο- που είναι πάντα εκεί, αθέατος εξαιτίας της παραμελημένης πνευματικότητάς μας.
Εκτυφλωτικά φώτα από μηχανάκια στο αντίθετο ρεύμα διαλύουν για μια στιγμή την πυκνή ομίχλη, σαν απόκρυφα μηνύματα μιας άγνωστης δύναμης που προσανατολίζει προς τον ανεξερεύνητο εαυτό. Πνεύματα που η ψυχή έχει επιστρέψει στο σαρκίο τους, παρατηρούν τη ζούγκλα και κατευνάζουν για τους φευγαλέους πόνους μπροστά στην αιωνιότητα. Η εξιστόρηση των απωλειών από ένα φάντασμα της ιστορίας για πολλά χρόνια, στο πρόσωπο ενός βετεράνου που είχε πολεμήσει ενάντια στους κομμουνιστές Βιετκόνγκ κι ανέκτησε την κοινωνική του υπόσταση όταν “η νέα γενιά στο Βιετνάμ θέλησε να μιλήσει ανοιχτά για τον πόλεμο” (βάσει δηλώσεων του σκηνοθέτη), με την κάμερα ακίνητη για ώρα έξω από το ημιφωτισμένο σπίτι όπου ο Τιέν τον ευχαριστεί για τη μονίμως αφειδώλευτη, δωρεάν προσφορά των ιατρικών του υπηρεσιών κι εκείνον να αφηγείται τη ζωή του, η κάμερα τους πλησιάζει ανεπαίσθητα, τους συντροφεύει, αναπάντεχα έχει νυχτώσει όταν ξαναπιάνουν τη συζήτηση κι ο Τιέν φοράει άλλη μπλούζα, για άλλη εποχή του χρόνου: πότε συνέβησαν αυτά, σ’αυτήν τη επίσκεψη ή και σε άλλες, ποια θυμάται, ποια φαντάζεται; (ο σκηνοθέτης δεν επεκτείνεται πολιτικά στην ταινία, δηλώνοντας ότι τον ενδιέφεραν οι εμπειρίες του βετεράνου- που μεταδίδονται με αμεσότητα καθώς πρόκειται για το πραγματικό πρόσωπο- σε σχέση με τις απώλειες που βιώνει ο Τιέν). Μια άγνωστη, μυστηριώδης γυναίκα κι ένας άντρας στην οροφή ενός εγκαταλειμμένου κτιρίου, πρόσωπα που καθρεφτίζονται σε νερόλακους και τζάμια, εκείνη με τη μορφή του τότε κι εκείνος όπως είναι σήμερα, άραγε αναβιώνει τον έρωτά τους με το φάντασμά της ή θυμάται με πόνο; Βυθιζόμαστε ονειρικά στη φαντασματική Βιετναμέζικη ενδοχώρα όπου αδιόρατα νήματα συνδέουν το χτες με το σήμερα, ψυχές νεκρών με συνειδήσεις ζωντανών, το πρόσκαιρο της ανθρώπινης ζωής με τον παντοτινό κύκλο της ζωής.
Υπερβατική ταινία, θολώνουν τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα, τη μνήμη και το όνειρο, χαλαρή αφηγηματική δομή με λίγους διαλόγους- και η σκηνοθεσία με τους αδιαπραγμάτευτα αργούς ρυθμούς μεταδίδει το μήνυμα μιας ανυποχώρητης επιθυμίας να μην προδίδουμε τον εαυτό μας, παραμένοντας πιστοί στον προσωπικό τρόπο έκφρασής μας. Αν και πιστεύουμε ότι χρειαζόταν μια μεγαλύτερη επεξεργασία των αναζητήσεων του Τιέν κι ότι, παρά την κατανυκτικότητα και την ενδοσκοπικότητα του αργού ξεδιπλώματος, ορισμένα πλάνα θα μπορούσαν να είχαν μικρότερη διάρκεια, τελικά βιώνουμε ένα εμβυθιστικό, πνευματικό, μαγικό σε στιγμές ταξίδι, ένα σπάνιο ταξίδι στον κινηματογράφο των καιρών μας.
Βασίλης Μάλτας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tetartopress.gr