Σώματα. Ντυμένα ή γυμνά. Ιδρωμένα, λαχανιασμένα, αφηνιασμένα. Πηδούν, χορεύουν, πίνουν, φιλιούνται, κάνουν σεξ. Ελατήρια από σάρκα και οστά. Και κάπου εδώ… τελειώνει η ταινία της Σοφίας Εξάρχου, η δεύτερη μεγάλου μήκους της μετά το «Park» (2016), το οποίο αν είναι να μιλήσουμε με καθαρά αισθητικούς όρους, δεν έχει και τόσες διαφορές με το «Animal». Και στις δύο ταινίες η σκηνοθέτρια κάνει μια εξαιρετική δουλειά στην κινηματογράφηση των σωμάτων· νέων ανθρώπων στην πρώτη της ταινία, μεγαλύτερων σε ηλικία εδώ.
Γυμνά ή ντυμένα και διαρκώς σε κίνηση, τα σώματα μπροστά στον φακό της Εξάρχου μαγνητίζουν. Νιώθεις τον παλμό, μουσκεύεις με τον ιδρώτα τους. Να όμως που όπως συνέβη και στο «Park», έτσι και στο «Animal» το περιεχόμενο πίσω από αυτές τις εικόνες, δείχνει αδύναμο. Υπάρχει μεν αλλά μόνο σαν φόντο. Στο «Animal» τα σώματα ανήκουν στους ανιματέρ, όπως λέγονται οι χορευτές / περφόρμερ που καλούνται να ψυχαγωγήσουν με τα σόου τους τους τουρίστες στα ξενοδοχεία τα καλοκαίρια. Στόχος της Εξάρχου είναι να τα κινηματογραφήσει και όχι να τα εξερευνήσει.
Καρδιά της ταινίας, είναι μια τέτοια περφόρμερ, την οποία υποδύεται με μια ένταση και εκρηκτικότητα που ξεπερνά τις λέξεις, η Δήμητρα Βλαγκοπούλου. Μακάρι η Εξάρχου να είχε σκαλίσει λίγο περισσότερο τον εσωτερικό κόσμο αυτής της ηρωίδας διότι ενώ η Βλαγκοπούλου «έβγαλε» μια ερμηνεία διαμάντι, σε κάνει να αναρωτιέσαι τον… λόγο. Θα μπορούσαμε π.χ. να μάθουμε ποια είναι αυτή η γυναίκα, πως βρέθηκε εκεί, κάτι τέλος πάντων για το παρελθόν της.
Όμως όχι. Η Εξάρχου δεν θέλει να το κάνει. Η’ δεν μπορεί να το κάνει. Αυτό που θέλει είναι να αφήσει ελεύθερη την κάμερά της να καταγράψει τα όσα ζουν οι ανιματέρ προκαλώντας ενθουσιασμό στο κοινό τους την ώρα που μέσα τους – ίσως – και να πονούν. Οπότε μη μπορώντας και εσύ να βρεις την πραγματική ιστορία που θα σε κρατήσει, μένεις αναπόφευκτα, στην έξοχη κινηματογράφηση.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr