Η Σοφία Κόπολα επιστρέφει λέγοντας την ιστορία της σχέσης Έλβις και Πρισίλα, από την οπτική της νεαρής (νεαρότατης τότε) έφηβης. Εστιάζοντας σε αυτά τα χρόνια της ζωής της Πρισίλα, η ταινία εκτός από τη μελαγχολική οπτική πάνω στη ζωή ενός κοριτσιού που ένιωθε τόσο μόνο, αναγκαία υπογραμμίζει και αυτή την μετατόπιση της οπτικής. Όπως οι περισσότερες ταινίες της Κόπολα (“Μαρία Αντουανέτα”, “Somewhere”, “Bling Ring”), αφορά άτομα στην περιφέρεια της διασημότητας ή/και του celebrity culture με μια προσέγγιση όμως αρκετά σιωπηλή, και εσωτερική.
Η “Μαρία Αντουανέτα”, ένα παραγνωρισμένο στην εποχή του αλλά τελικά εξαιρετικά σημαντικό και επιδραστικό φιλμ, δεν θέλησε ποτέ να πει την ιστορία μιας επανάστασης ούτε να ασχοληθεί με την Αντουανέτα ως πολιτικό ον. Αντίστοιχα, το αριστούργημα “Somewhere” (βραβευμένο με Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία, άκρως διχαστικά τότε) δεν εξετάζει του κουλτούρα της διασημότητας παρά την χρησιμοποιεί ως ανάγλυφη ταπετσαρία, ως βίωμα μέσα από το οποίο ξετυλίγεται μια απλή ιστορία πατέρα και κόρης γεμάτη σιωπές, ακινησία, μελαγχολία και την προσπάθεια ανθρώπων να νοιαστούν παρά την αδυναμία τους να το εκφράσουν.
Το “Priscilla” ανοίγει με ένα κοντινό πλάνο στα πόδια της νεαρής ηρωίδας καθώς περπατάει σε ένα ζεστό, φουντωτό χαλί– τα βαμμένα δάχτυλά της να χάνονται μέσα σε μια χρωματιστή ζεστασιά. Είναι ήδη από το πρώτο αυτό πλάνο, όχι μια ιστορία για τη διασημότητα, και σίγουρα όχι μια ιστορία για τον Έλβις. Είναι όμως η ιστορία ενός κοριτσιού, μοναχικού, που προσπαθεί να γεμίσει με νόημα και εξήγηση έναν κόσμο που μοιάζει να μην έχει χρόνο για αυτήν.
Η απουσία δραματικών κορυφώσεων και εξάρσεων είναι αφενός κάτι ήδη γνώριμο και λειτουργικό μες στο σινεμά της Κόπολα, αφετέρου απομακρύνει τελείως την ταινία από το χώρο του εξποζέ – τα μεγάλα, σημαδιακά γεγονότα της ζωής της Πρισίλα (ή και του Έλβις) σχεδόν πάντα απουσιάζουν από το κάδρο κι από την ιστορία, αφήνοντάς μας μαζί της σε στιγμές μικρές, λεπτομερείς. Το πώς αντιλαμβάνεται έναν άδειο χώρο για πρώτη φορά. Πώς φοράει τις βλεφαρίδες. Πώς κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Ένα σιωπηλό χαμόγελο. Ένα ανήσυχο βλέμμα.
Μέσα από αυτές τις λεπτομέρειες σχηματίζεται και η ευρύτερη εικόνα της σχέσης της με τον Έλβις. Από το πώς προσκαλείται για πρώτη φορά στο σπίτι του (μια εξαιρετικά creepy στιγμή αν την αναλογιστεί απολύτως ψύχραιμα και λογικά). Από το πώς εκείνος την αντιμετωπίζει και πώς οι υπόλοιποι ψιθυρίζουν στα περιθώρια του κάδρου ή πώς κοιτάζουν με βλέμμα απορίας ή/και ανησυχίας. Το πώς σταδιακά αρχίζει να της ζητά να μείνει για πάντα όπως είναι (…στα 15) ή το τι θα φορά ή το αν θα δουλεύει.
Η ταινία είναι βασισμένη στην αυτοβιογραφία “Elvis and Me” του 1985 καθώς και σε συζητήσεις που η Κόπολα είχε με την ίδια την Πρισίλα (η οποία διατηρεί και credit παραγωγού), μια εμπλοκή αληθινού προσώπου που συνήθως γεννά εξαιρετικά προβληματικό και δημιουργικά συμβιβαστικό υλικό. Όμως είναι ενδιαφέρον πως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας είναι το ότι, μέσα από αυτή την αφηγηματική και αισθητική προσέγγιση, είναι η ίδια η Πρισίλα που καταλήγει να μοιάζει τελείως απούσα. Βλέπουμε ό,τι βλέπει, αλλά ποτέ το βλέμμα δεν είναι στραμμένο στην ίδια, μένοντας ένα κενό στην καρδιά του ίδιου του φιλμ της.
Η Κέιλι Σπέινι είναι εκπληκτικό κάστινγκ ως παρουσία και επιβεβαιώνει τη διάθεση της Κόπολα να δουλεύει διαρκώς με αδοκίμαστους ηθοποιούς που φέρνουν τα σωστα vibes στο ρόλο και στο όλο κομμάτι, παρά απαραιτήτως κάτι το ακαδημαϊκά στέρεο. Ερμηνευτικά η Σπέινι είναι αρκετά επίπεδη και δε βοηθάει την ταινία (κέρδισε βέβαια το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Βενετίας, οπότε τι να πούμε κι εμείς), ούτε και βοηθιέται ιδιαίτερα από αυτήν, αλλά από την άλλη δύσκολα φαντάζεσαι άλλη ηθοποιό στο ρόλο. Απέναντί της, ο Τζέικομπ Ελόρντι του “Euphoria” με μια ομορφιά που μοιάζει να κρύβει κάτι σκοτεινό και με τις παράλογες διαστάσεις του (είναι ακόμα πιο ψηλός από όσο φαίνεται) κάνει έναν Έλβις που μοιάζει σα σκιάχτρο, σαν goofy μπαμπούλας. Διάνα.
Θοδωρής Δημητρόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα news247.gr