Μενού

ΠΛΑΝΟ 75 - Νίνος Φένεκ Μικελίδης

 

1839 2

Μια άλλη εικόνα δυστοπικής κοινωνίας μας παρουσιάζει στην όμορφη, σπαρακτική, δοσμένη με ανθρωπιά, βουτηγμένη σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, πρώτου μήκους ταινία της, «Πλάνο 75» (Βραβείο Μνείας Χρυσής Κάμερας στο φεστιβάλ των Καννών, 2022), η Γιαπωνέζα Τσίε Χαγιακάβα, μέσα από την πορεία τριών προσώπων: της Μίσι, μιας ηλικιωμένης, μοναχικής γυναίκας, καμαριέρας σε ξενοδοχείο, του Χιρόσι, ενός νεαρού πωλητή του Πλάνου 75 και της Μαρίας, μιας Φιλιππινέζας εργάτριας, που έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, με αφορμή το κυβερνητικό Πλάνο 75 που προσφέρει την ευθανασία στους άνω των 75 ετών πολιτών της Ιαπωνίας, με στόχο να προστατεύσει την οικονομία της χώρας εξαιτίας της ραγδαίας γήρανσης  πληθυσμού. 

Πλάνο επιφανειακά ελκυστικό και καλοδεχούμενο μια και αυτός/αυτή που το δέχεται εισπράττει 100.000 γεν (περίπου 900 ευρώ) για να απολαύσουν με διακοπές ή όποιο άλλο τρόπο θέλουν τις τελευταίες μέρες της ζωής τους, αν και τελικά πλάνο μοχθηρό, που πίσω του κρύβονται και άλλα επικερδή για το κράτος σχέδια, όπως η εμπορική επεξεργασία της τέφρας. Κράτος που η σκηνοθέτρια παρουσιάζει στραμμένο στο κέρδος και την αδιαφορία για τη ζωή και την ευημερία του πολίτη. Σ’ ένα κράτος ζοφερό και σκληρό, όπου τα ηλικιωμένα άτομα περιφέρονται μόνα, εγκαταλειμμένα από το κράτος και τους συγγενείς («είμαστε μόνες στη ζωή», λένε κάποια στιγμή οι ηλικιωμένες φίλες της Μίσι), με την Τσία Χαγιακάβα να τα παρακολουθεί να προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια κοινωνία που έχει χάσει την ενσυναίσθηση και τον αληθινό προορισμό της, άτομα που διασχίζουν χώρους, δρόμους, τοπία, έρημα, σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, που τονίζει με τον καλύτερο τρόπο η φωτογραφία του Χιτέχο Ουράτα. 

Σε μια τέτοια δυστοπική κοινωνία (που φέρνει στο νου μιαν άλλη δυστοπική ταινία, το Soylent Green του Ρίτσαρντ Φλάισερ), τόσο τα ενήλικα άτομα, που έχουν αποφασίσει να δεχτούν την ελκυστική πρόταση του μοχθηρού στην πραγματικότητα αυτού σχεδίου, όσο και τα νεαρά άτομα, υπάλληλοι του Πλάνου 75, που περνούν τις μέρες τους προετοιμάζοντας τους ηλικιωμένους για το «ταξίδι» της ευθανασίας, παρά τη μοναξιά και την απομόνωση τους, δεν δείχνουν να έχουν χάσει την ανθρωπιά τους: ο Χιρόμι, ο νεαρός υπάλληλος του Πλάνου, ανακουφισμένος από την αντίδραση της Μίσι, θα κλέψει το πτώμα του θείου του για να το αποτεφρώσει μακριά από τα κρατικά κρεματόρια και να κρατήσει την τέφρα του, ενώ η Μίσι, έτοιμη πάντα για φιλίες και διηγήσεις ωραίων ιστοριών (φτάνει να θυμηθούμε τη φιλία της με τον Γιόκο, παλιό γνώριμο από την υπηρεσία των πελατών), παρά για ευθανασία, βλέποντας, την τελευταία στιγμή, τον άντρα δίπλα της να πεθαίνει, θα ξανανιώσει και θα αισθανθεί την ανάγκη αλλαγής. Για να ξεκινήσει μια νέα, αισιόδοξη πορεία, τραγουδώντας στο φινάλε ένα όμορφο τραγούδι  που ξεκινάει «αύριο στης γέρικης μηλιάς την σκιά θα έρθω για να σε βρω ξανά…»

Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr

Smart Search Module