Ενα νεαρό αγόρι, ο Μάχιτο, που του λείπει αφόρητα η νεκρή μητέρα του, επιχειρεί να διεισδύσει σε έναν κόσμο όπου ζωντανοί και νεκροί μοιάζει να συνυπάρχουν. Σε εκείνον τον κόσμο ο θάνατος τελειώνει και η ζωή βρίσκει μια νέα αρχή. Οδηγός του Μάχιτο σε αυτό το ταξίδι είναι ένα πλάσμα, μισός ερωδιός και μισός άνθρωπος, το οποίο ισορροπεί οριακά μεταξύ ψέματος και αλήθειας...
Αυτή είναι η πιο προσωπική ταινία του σπουδαίου 83χρονου «έφηβου» Μιγιαζάκι. Εχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία και χαρακτήρες που αντιστοιχούν σε υπαρκτές προσωπικότητες και τη σχέση τους με εκείνον. Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για καθέναν ξεχωριστά και τις διακυμάνσεις του, ουσιαστικά όμως όλοι είναι αποσπασματικά δοσμένοι και δεν συνθέτουν ένα ενιαίο αρμονικό σύνολο. Ο θεατής ανά πάσα στιγμή αναθεωρεί τη σχέση του με κάθε χαρακτήρα. Μοιάζει σαν να ακούει κανείς μια ορχήστρα τζαζ που το κάθε όργανο παίζει τα δικά του κομμάτια σε μια αχανή αόρατη παρτιτούρα...
Γενικά αντιλαμβάνεται κανείς ότι ένας έφηβος μπαίνει σε έναν μαγικό σκληρό κόσμο για να ανακαλύψει τον εαυτό του και τους γύρω του, να τους σώσει και να σωθεί και να αποκτήσει την πολυπόθητη ισορροπία και γαλήνη. Είναι όμως μόνο αυτό; Κανείς με μια θέαση, χωρίς να γνωρίζει τη ζωή του δημιουργού, δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Σε αυτήν την ταινία η μορφή υπερέχει του ασαφούς και ανοιχτού σε ερμηνείες περιεχομένου. Στον σχεδιασμό και τον χρωματισμό η φαντασία του δημιουργού είναι οργιαστική, πολυσύνθετη, εκρηκτική, και ο θεατής αποζημιώνεται, αλλά... ακόμα και μέρες μετά όταν σκέφτεται την ταινία, δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τα μηνύματα που έλαβε... Πώς στα αλήθεια να πεις εάν σου αρέσει ή όχι μια ταινία εάν δεν την έχεις πραγματικά καταλάβει; Παρ' όλα αυτά αποτελεί αφορμή για να δούμε το παλιότερο έργο του και να συζητήσουμε εκ νέου για εκείνον.
Παυλίνα Αγαλιανού
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα rizospastis.gr