Η απόγνωση της ανεργίας μέσα από το πορτρέτο μιας εργαζόμενης
Στο κοινωνικό δράμα «Μητέρα, Πατρίδα» του Ισπανού Αλβάρο Γκάγκο, ένα εξαιρετικό πορτρέτο μιας εργαζόμενης, το τρανταχτό γέλιο και η διαρκής κίνηση χρησιμοποιούνται για να ξορκίσουν την απόγνωση της ανέχειας.
Η 42χρονη Ραμόνα, μια νευρική και αεικίνητη καθαρίστρια, που την ενσαρκώνει εκπληκτικά η Μαρία Βάσκεζ, εργάζεται στο εργοστάσιο μιας ισπανικής επαρχιακής πόλης και δουλεύει σκληρά καθημερινά, συμπληρώνοντας το πενιχρό εισόδημά της με το πακετάρισμα οστρακοειδών στα αλιευτικά, στο λιμάνι. Παράλληλα, συντηρεί τον ανυπόφορο μέθυσο σύντροφό της, ενώ μαζεύει και λεφτά για να βοηθήσει την κόρη της που είναι σερβιτόρα, να συνεχίσει τις σπουδές της. Στο εργοστάσιο όμως, η διοίκηση αλλάζει μαζί με τους μισθούς που πέφτουν στο μισό, δείχνοντας την πόρτα σε όποιον παραπονεθεί. Νιώθοντας να την πνίγει η αδικία, η παρορμητική Ραμόνα, πάντα επικριτική με όλους και όλα, δεν κρατάει το στόμα της κλειστό, βάζει τις φωνές και δίχως να το πολυσκεφτεί παραιτείται επί τόπου. Αναζητώντας απεγνωσμένα νέα εργασία, το μόνο που βρίσκει από μια γνωστή της είναι το πόστο οικιακής βοηθού, σε έναν θλιμμένο χήρο. Στα πρόθυρα ανεργίας, η Ραμόνα αναλογίζεται πως ο κλοιός ολοένα και στενεύει, οι μισθοί διαρκώς μειώνονται και η ίδια αδυνατεί να παραμείνει αποδοτική όσο άλλοτε κι ας τρέχει ακόμα πάνω-κάτω, κυνηγώντας ένα αξιοπρεπές μεροκάματο. Η ταινία την ακολουθεί στο μεταίχμιο κρίσιμων αποφάσεων.
Σε μια καταγραφή ωμού κοινωνικού ρεαλισμού τύπου Νταρντέν, η εκρηκτική πρωταγωνίστρια σπανιόλικου ταπεραμέντου, κινηματογραφείται σχεδόν διαρκώς εν κινήσει, να βαδίζει βιαστική με την ψυχή στο στόμα και με την κάμερα κολλημένη πάνω της, αποτυπώνοντας μέσα από τα κοφτά κοντινά πλάνα το άγχος της εργασιακής ανασφάλειας, σε μια Ευρώπη μετά την επέλαση των μνημονίων.
Η απόγνωση καταγράφεται στα πλάνα που καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο μέσα στο αμάξι της, το μοναδικό μέρος που έχει για να σκεφτεί άμεσα κάθε εργασιακή εναλλακτική, μετά τη θορυβώδη παραίτησή της, ενώ συχνά κινηματογραφείται στις μικρές καθημερινές στιγμές, στην τουαλέτα ή στην κουζίνα, σε μια δύσκολη ρουτίνα, δίχως περιθώρια χαλάρωσης, με μοναδικές στιγμές αποσυμπίεσης τα καθημερινά τηλεφωνήματα με την αγαπημένη της αδερφή, στις λίγες φορές που την βλέπουμε να γελά με την καρδιά της. Αντίστοιχα, λίγο πριν τα βροντήξει όλα, προηγείται η ανακουφιστική σκηνή που οι δύο αδερφές πίνουν ως το ξημέρωμα, σαν πιτσιρίκες. Η μοναδική φορά που η Ραμόνα ξαποσταίνει και παρατηρεί τον κόσμο γύρω της, είναι στην ηλιόλουστη πλατεία μιας άλλη πόλης, όπου βρέθηκε για μια δουλειά του χήρου εργοδότη της, με το ακορντεόν αχνά στο βάθος να υπογραμμίζει αυτή τη μικρή ανάσα, για να τονίσει την πτώση του ξέφρενου ρυθμού. Εύστοχα, στο ομώνυμο με την ταινία θλιμμένο τραγούδι των τίτλων τέλους, μια αποκαμωμένη εργαζόμενη μητέρα, που διαρκώς πασχίζει να προλάβει τα πάντα, έχοντας έγνοια για όλους και για όλα, παρομοιάζεται με μια πολύπαθη πατρίδα.
Ιφιγένεια Καλαντζή
Το κείμενο δημοσιοεύτηκε στον ιστοσελίδα edromos.gr