Στα 1957, ο Έντζο Φεράρι βλέπει την εταιρεία αυτοκινήτων του να πνέει τα λοίσθια, τα κύπελλα των αγώνων ταχύτητας να χάνονται το ένα μετά το άλλο και τη ζωή του να μοιράζεται ανάμεσα σε δύο σπίτια, εκείνο της νόμιμης συζύγου του κι εκείνο της μητέρας του εξώγαμου που απέκτησε μαζί του. Τι απ’ όλα αυτά μπορεί να σώσει και με ποιες προτεραιότητες ή θυσίες;
Όσο και να προσπαθούν να τον «κανακεύουν» οι κριτικοί που τον υποστηρίζουν εδώ και δεκαετίες, ο Μάικλ Μαν έχει να κάνει πραγματικά σπουδαία (για να μην πω καλή…) ταινία από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 (και το αριστουργηματικό «The Insider»)! Η διαρκής άσκηση ύφους επάνω στο στοιχείο του machismo και η επίδειξη «πειραμάτων» με σύγχρονα digital μέσα οδήγησαν σ’ έναν απόλυτο κορεσμό θεματικής στόχευσης και αφηγηματικής τεχνικής, κάτι που δεν αποφεύγεται και στο «Ferrari», ένα βιογραφικό έργο διάσπαρτα αποσπασματικό, δίχως έναν βασικό καμβά σχεδιασμού δραματουργίας, όπου τμήματα της ζωής του κεντρικού ήρωα μοιάζουν περισσότερο με «υποπλοκές» οι οποίες δεν επικοινωνούν μεταξύ τους σ’ ένα ενιαίο έργο, σαν «κοπτοραπτική» από film clips που προέρχονται από διαφορετικές ταινίες!
Χωρίς ένα δυνατό χτίσιμο του background του χαρακτήρα του Έντζο Φεράρι, ο θεατής θα ζοριστεί (για αρκετά λεπτά) να καταλάβει τι συμβαίνει στον ιδιωτικό βίο του επώνυμου Ιταλού πρώην οδηγού αγώνων αυτοκινήτου που εξελίχθηκε σε επιχειρηματία της ομώνυμης εταιρείας πανάκριβων και καινοτόμων sport αμαξιών, καθώς παράλληλα αγωνίζεται να κερδίσει η Ferrari το όποιο κύπελο σε rallies ώστε ν’ αντέξει οικονομικά η φίρμα του.
Εκτός του ότι το φιλμ χωλαίνει κυριολεκτικά στον τομέα της σκιαγράφησης του ανθρώπου Φεράρι, ο Άνταμ Ντράιβερ αποδεικνύεται ένα ατυχέστατο casting, αν όχι και κάκιστος ερμηνευτικά, με μοναδικό «άλλοθι» για το δεύτερο το γεγονός ότι δεν είναι σε θέση να φέρει εις πέρας κανονικό ρόλο από τη στιγμή που… δεν υφίσταται ρόλος αλλά σκέτη φιγούρα / καρικατούρα.
Ο Μαν μοιράζει τον χρόνο διάρκειας της ταινίας γύρω από τρεις (σχεδόν) άξονες: α) το επαγγελματικό άγχος και τις ίντριγκες για την πιο σωστή επιλογή οδηγού για τα αγωνιστικά του, β) την υπό διάλυση σχέση με την αρκετά ευέξαπτη σύζυγό του και γ) τις πιέσεις της επί σειράς ετών ερωμένης του ν’ αναγνωρίσει δημόσια την πατρότητα του παιδιού τους. Η ιστορία της Λάουρα Φεράρι στέκει πιο δυνατά χάρη στο παίξιμο της Πενέλοπε Κρουζ, που όσο γραφική και να δείχνει στον ρόλο, καταφέρνει να σχηματίσει ότι πιο ολοκληρωμένο διαθέτει το φιλμ, σε βαθμό ν’ απορείς γιατί ο τίτλος του δεν είναι… «Η Γυναίκα του Φεράρι»!
Υπάρχουν και καλές στιγμές κινηματογράφησης των διάφορων rallies, με τη μερίδα του λέοντος να πέφτει στον φημισμένο υπαίθριο αγώνα του Mille Miglia, με την extra ανατροπή της τραγικότητας ενός πολύνεκρου δυστυχήματος. Τα τόσο διαφορετικά storylines του «Ferrari», όμως, μαζί με την απουσία εμβάθυνσης και κατανόησης του ομώνυμου ήρωα, διχάζουν άσχημα το έργο, το οποίο (έστω) παρακολουθείται με σχετική ανοχή εξαιτίας της επί μέρους αρτιότητας της παραγωγής. Απλά, δεν καταλαβαίνεις ποτέ τι βλέπεις ή γιατί ακριβώς το βλέπεις. Είναι σαν ένα καπό αυτοκινήτου που, αν δεν γνωρίζεις από τι ακριβώς αποτελείται το περιεχόμενό του, είτε κλειστό το κοιτάς, είτε ανοιχτό, το ίδιο σου κάνει…
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Έχει κάτι για τους άνδρες (αυτοκίνητα που τρέχουν), έχει και κάτι για τις γυναίκες (δραματικές εξάρσεις και συγκρούσεις με φόντο μοιχείας), αλλά μαζί αυτά δεν κάνουν καλή παρέα. Πως ήταν ο «Οίκος Gucci» (2021) σαν βιογραφικό δράμα; Ε, μεγαλύτερη αστοχία από εκείνο! Παραδόξως, κυρίως κερδισμένη βγαίνει η ώριμα «τσαλακωμένη» Πενέλοπε Κρουζ.
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr