Μια αλλιώτικη οπτική για την Αμερική του παρελθόντος η οποία αφήνει κατά μέρος το αιώνιο ερώτημα “ ναι ή όχι στο αμερικάνικο όνειρο ” , μέσα από τα μάτια του Αλεξάντερ Πέιν( Σχετικά με τον Σμιντ, Πλαγίως, Νεμπράσκα) για τα χρόνια της δικιάς του εφηβείας, τη δεκαετία του ’70.
Ο ελληνοαμερικάνος σκηνοθέτης στη νέα του ταινία με τίτλο « The Holdovers» ( “ Οι Παραμένοντες” σε ελεύθερη μετάφραση ), την αρχική αφηγηματική δράση, με τους φοιτητές να μελετάνε “ απαγορευμένα” περιοδικά στους κοιτώνες ενός ιδιωτικού κολλεγίου, με τους τσακωμούς τους στο προαύλιο και με τον αυταρχικό καθηγητή Πωλ Χάναμ να κυριαρχεί, ο Αλεξάντερ Πέιν την μεταβάλλει, της αλλάζει κατεύθυνση, της προσδίδει βάθος και ουσία. Την μετατρέπει σε μια ιστορία για την ανάγκη του «ανήκειν», που υποσκάπτει την κλασική μήτρα σχέσεων και υπερβαίνει ηλικιακές, ταξικές, φυλετικές διαφορές. Στο προσκήνιο του είναι τρεις απομονωμένες υπάρξεις την περίοδο των Χριστουγέννων και όχι μόνο των Χριστουγέννων.
Ένας λευκός εύπορος φοιτητής, ο Άνγκους Τάλι (Ντόμινικ Σέσα), που την περίοδο των εορτών παραμένει στο οικοτροφείο όταν τηλεφωνικώς η μητέρα του, του ανακοινώνει ότι θα περάσει το μήνα του μέλιτος με το νέο της σύζυγο, η μαύρη μαγείρισσα του οικοτροφείου Μαίρη Λαμπ (Ντα’Βάιν Τζόι Ράντολφ ) που θρηνεί το χαμό του γιου της στον πόλεμο του Βιετνάμ και ο αυταρχικός καθηγητής Πωλ Χάναμ, ένας σχεδόν εξηντάρης, χωρίς σύντροφο, χωρίς σκυλί και γατί, χωρίς φίλους, θα παραμείνει κι εκείνος στο οικοτροφείο.
Η αναγκαστική συνύπαρξη, θα τους φέρει κοντά, θα συζητήσουν, θα γελάσουν, θα περιπλανηθούν, θα αποκαλύψουν μυστικά.
Ο Πέιν υφαίνει τη θετική αμοιβαιότητα της συνύπαρξης και δημιουργεί με απλοϊκή πλανοθεσιά, σουρεαλιστικές στιγμές που θυμίζουν ρεαλιστικές και το αντίθετο.
Εντοπίζει τις αντιφάσεις εκείνης της εποχής.
Από τη μια το φεμινιστικό κίνημα, από την άλλη η αύξηση των διαζυγίων( Κράμερ εναντίον Κράμερ).
Θίγει ακροθιγώς το ζήτημα του πολέμου, της φυλετικής ανισότητας αλλά και το πόσο ασφυκτικό ήταν το πλαίσιο στα ιδιωτικά σχολεία, όταν στα δημόσια σχολεία και της Αμερικής και της Ευρώπης κυριαρχούσαν οι ανοιχτοί χώροι.
Πρόκειται για καλοδουλεμένη ταινία, από το εικαστικό της μέρος, τους διαλόγους της, μέχρι την επιβλητική παρουσία του Πωλ Τζιαμάτι και του πρωτοεμφανιζόμενου και πολλά υποσχόμενου Ντόμινικ Σέσα.
Το εάν η ιστορία του « The Holdovers» παραμένει στη δεκαετία του ’70 ή εάν ο Πέιν δημιουργεί τη γέφυρα με το τι συμβαίνει μισό αιώνα μετά, η απάντηση είναι ότι τη δημιουργεί, όχι σε όλα τα κομμάτια της ιστορίας, μα στα περισσότερα. Στον κοινωνικό του προβληματισμό για τις ανθρώπινες σχέσεις, για τον πόλεμο και τις φυλετικές διακρίσεις.
Ενώ επιλέχθηκαν για τη μουσική επένδυση κορυφαία κομμάτια των 70s, όπως επί παραδείγματι το « The Wind» του Κατ Στίβενς ή το «In Memory of Elizabeth Reed» των The Allman Brothers υπήρχε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα -την οποία τροφοδότησε το soundtrack- ένας καθολικά μελαγχολικός τόνος, που σε κάποιες στιγμές δεν ήταν απόρροια της ιστορίας, αλλά είχε και μια επίπλαστη χροιά.
Ιάκωβος Γωγάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα screeneye.gr