Μενού

ΒΑΜΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ, ΤΟ - Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος

Ανατολική Ευρώπη, τέλη Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα παιδί προσπαθεί να επιβιώσει μόνο του στην ύπαιθρο, ταξιδεύοντας από χωριό σε χωριό. Αντιμετωπίζει τις πιο σκληρές δοκιμασίες, διατηρώντας όμως την ελπίδα ζωντανή, σε μια αδυσώπητη εποχή. 

Ο Γιέρζι Κοζίνσκι είναι μια σχετικά ξεχασμένη, ιδιάζουσα περίπτωση των αμερικανικών γραμμάτων. Γεννήθηκε στην προπολεμική Πολωνία και έζησε προστατευμένος κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς ο πατέρας του άλλαξε το ονοματεπώνυμό του, μια οικογένεια καθολικών τον υιοθέτησε σε ένα μικρό χωριό, τον βάφτισε χριστιανό και τον βοήθησε να κυκλοφορεί με τη νέα του ταυτότητα ανενόχλητος στην τοπική κοινωνία.

Κατάφερε να γίνει δεκτός σε αμερικανικό πανεπιστήμιο τη δεκαετία του '50, χρησιμοποιώντας τις συστάσεις ενός μορφωτικού ιδρύματος που ψευδεπίγραφα σκάρωσε ο ίδιος! Δούλεψε ως φορτηγατζής, σπούδασε στο Columbia, έγινε συγγραφέας και κινήθηκε με πτυχία και αέρα κοσμικού διανοουμένου στους κύκλους της ιντελιγκέντσιας και του εντυπωσιασμένου Χόλιγουντ, θυμίζοντας σε πολλά τον χαρακτήρα του αμέριμνου, σοφού κηπουρού που έπλασε στο Being There, που το 1979 έγινε αριστουργηματική ταινία από τον Χαλ Άσμπι, το Να είσαι εκεί, κύριε Τσανς, με τον Πίτερ Σέλερς.

Το magnum opus του παραμένει το Βαμμένο Πουλί, το ζοφερό χρονικό ενός αγοριού στην Ανατολική Ευρώπη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Για αμφότερα τα καλύτερά του έργα κατηγορήθηκε για βαρύ δανεισμό, και σε πολλά εδάφια για κανονική πλαστογραφία. Ειδικά για το Painted Bird, που πήρε τον τίτλο του από έναν χωρικό που, ως παραβολή στο βιβλίο, μπογιατίζει ένα μικρό πτηνό, το στέλνει να βρει ένα σμήνος και πέφτει νεκρό στο έδαφος γιατί τα άλλα πουλιά δεν το αναγνωρίζουν, το θέμα ήταν βαθύτερο και ηθικό: ο Γιέρζι Κοζίνσκι, μεταξύ τύρου και αχλαδιού, σε συνεντεύξεις ή συνερεύσεις με διάσημους φίλους, ισχυριζόταν πως επρόκειτο για αυτοβιογραφία, αποκρύπτοντας εύσχημα ένα παρελθόν που δεν ήταν δύσκολο να διασταυρωθεί. 

Όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια, ο Κοζίνσκι, ο οποίος αυτοκτόνησε το 1991, έπαψε να ταυτίζεται δημόσια με τον Γιόσκα, τον νεαρό κατατρεγμένο ήρωα του πιο γνωστού βιβλίου του, δίνοντας αφορμή στους επικριτές του (αν και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον υποστήριζαν ένθερμα) να πουν πως το άλυτο ψυχολογικό του πρόβλημα ήταν η άρνηση της αληθινής του ταυτότητας και η επιμονή του να κατασκευάζει μια γοητευτική, αν και αντιφατική, περσόνα από ανθρώπους που συνάντησε ή κάποτε άκουσε γι' αυτούς ‒ ακόμα και για τον πρώτο γάμο του με μια πάμπλουτη Αμερικανίδα που πέθανε νέα έγραψε, αλλάζοντας τα ονόματα, στο Blind Date. Ωστόσο, το ότι ο ισχυρισμός της αυτοβιογραφίας ενδέχεται να είναι κίβδηλος δεν αφαιρεί τη λογοτεχνική αξία και την αναμφισβήτητη δύναμη του Painted Bird. 

Η μεταφορά του στο σινεμά από τον Τσέχο Βάκλαβ Μαρχούλ, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας και μπήκε στις εννιά επιλαχούσες του φετινού Διεθνούς Όσκαρ, μια μεγαλεπήβολη παραγωγή με την υποστήριξη γνωστών ηθοποιών, όπως ο Χάρβεϊ Καϊτέλ, ο Στέλαν Σκάρσγκαντ και ο Τζούλιαν Σαντς, γυρίστηκε σε 7 στάδια και στο διασλαβικό γλωσσικό ιδίωμα, έτσι ώστε να μη θιγούν κάτοικοι μεσευρωπαϊκών χωρών από τα πορτρέτα βάναυσων χωρικών, αγροίκων από την Τσεχία ή την Πολωνία, που βασανίζουν το μικρό παιδί όταν πέφτει στα χέρια τους.

Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε την περιπέτεια επιβίωσης ενός νεαρού Εβραιόπουλου στον παραλογισμό του Ολοκαυτώματος. Ενώ το Europa Europa της Ανιέσκα Χόλαντ οδηγεί την αφήγηση στρωτά, το Βαμμένο Πουλί ακολουθεί επεισοδιακά την περιπλάνηση του Γιόσκα και τις συναντήσεις του με ανθρώπους που, είτε τον θεωρούν Εβραίο είτε Τσιγγάνο, τον κακοποιούν σωματικά και ψυχικά, βιάζοντας την ενηλικίωσή του ‒ μόνο ένας ναζί δείχνει οίκτο και του χαρίζει τη ζωή από επιλογή και όχι από δεισιδαιμονικό φόβο, από σκοπιμότητα ή αδιαφορία. 

Ο Γιος του Σαούλ του Λάσλο Νέμες ήταν μια μονοχρωματική κόλαση του Δάντη, μια ανελέητη αμόρσα στο τέλος της λογικής. Στο Βαμμένο Πουλί ο Μαρχούλ επιλέγει στιλπνό μαυρόασπρο και αργά tracking shots για να αποδώσει τον εφιάλτη με ψήγματα ελπίδας και μερικές σκηνές, σχεδόν ειδυλλιακές, συνώνυμες της ζωής. 

Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr

Smart Search Module