ΛΙΜΝΗ ΦΑΛΚΟΝ - Φίλιππος Χατζίκος
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της ηθοποιού Σαρλότ Λε Μπον (γνώριμο πρόσωπο από ταινίες όπως το The Walk ή το πρόσφατο Fresh) δείχνει αρχικά να κινείται σε μια γνώριμη φόρμα, την οποία εμπλουτίζει μεθοδικά, χωρίς σπουδή και ένταση. Το χρυσοπράσινο φίλτρο που λούζει τις καλοκαιρινές αναζητήσεις των εφήβων κάνει τα πάντα να μοιάζουν βγαλμένα από όνειρο, επιβάλλοντας τους όρους μιας ταινίας ενηλικίωσης που ούτως ή άλλως προκύπτουν φυσικά από την ιστορία. Το δεκαεξάρι φιλμ δίνει στην ταινία μια μελαγχολική νοσταλγική αύρα που σαρώνει το αισθητικό της περιβάλλον, συντονίζοντας την αφήγηση με την υγρή ραστώνη του θέρους εντός της οποίας οι νεαροί πρωταγωνιστές πασχίζουν να γνωρίσουν τους εαυτούς τους. Ωστόσο, σχεδόν σε κάθε κάδρο αφήνεται λίγος χώρος για την αίσθηση του ανοίκειου, την υποψία του μυστικισμού, για μια πλούσια δηλαδή μεταφορά της κινηματογραφικής γλώσσας που συμπυκνώνει τη σταδιακή και αναπόδραστη απώλεια της παιδικότητας. Άλλωστε, υπάρχει κάτι το βαθιά αινιγματικό στο πρώτο ερωτικό σκίρτημα και ως τέτοιο, εν μέρει μη εξηγήσιμο, το προσεγγίζει η Λε Μπον.
Δεν είναι ότι η αισθητική του φιλμ κομίζει κάτι νέο στην κινηματογραφική κληρονομιά του coming-of-age τρόπου, χωρίς αυτό να αφαιρεί φυσικά κάτι από την αξία του. Την κομψή υπαινικτικότητα της κινηματογράφησής του την εντοπίσαμε πρόσφατα στο υπέροχο -επίσης πρωτόλειο- Aftersun, ενώ χώρος για το μεταφυσικό και τις νότες του μαγικού ρεαλισμού υπήρξε στα παρεμφερή Μικρή Μαμά, Sicilian Ghost Story, ή ακόμα και στο We the Animals. Βέβαια, η συγκεκριμένη ομάδα ταινιών είναι μεν υφολογικά ομοιογενής, ετερόκλητη όμως ως προς τα διακυβεύματα των ιστοριών. Αυτό είναι που καθιστά το Falcon Lake μία εξόχως καλοδεχούμενη προσθήκη στο σύγχρονο σινεμά της λυρικής ευαισθησίας∙ υποκρίνεται ότι αφηγείται μια απλή χαμηλόφωνη ιστορία των πρώτων δειλών βημάτων δύο εφήβων στον αχανή κόσμο της ερωτικής έλξης, αλλά διαθέτει άπλετο ελεύθερο πεδίο και για την έτερη συνειδητοποίηση που περιμένει τους δύο νεαρούς στο κατώφλι της ενηλικότητας και θα τους συντροφεύει εξίσου σε όλο τους τον βίο: τον φόβο του θανάτου.
Έτσι, οι ιστορίες που συνοδεύουν το μυστηριώδες μεγαλείο της λίμνης μετατρέπονται σε κάτι νέο, δεν προσφέρουν απλώς την πρώτη ύλη για τη δημιουργία των νέων τρομακτικών θρύλων που θα αφηγηθούν τα παιδιά τις νύχτες. Η ίδια η λίμνη άλλωστε καθορίζει δραματικά το φιλμ, λειτουργώντας ως κυρίαρχος παράγοντας της γοητευτικής αισθητικής του και ως πολύσημο σύμβολο της αφήγησης. Για κάποιους προσφέρει την ευκαιρία για ένα υδάτινο φλερτ στα ρηχά, ενώ για τον εσωστρεφή πρωταγωνιστή είναι μια συνεκδοχή για τον φόβο του αγνώστου. Η μία όχθη της είναι ασφαλής, η άλλη θρυλείται επικίνδυνη σαν υπόμνηση του θανάτου, από την πρώτη ο μικρός που φοβάται το νερό αγναντεύει τη δεύτερη, μαζεύοντας το κουράγιο για να κολυμπήσει στα βαθιά και να ριχτεί ολόψυχα απέναντι στις φοβίες και τα τραύματά του.
Η καναδή δημιουργός αντιπαραβάλλει διαρκώς τα γλυκά κάδρα του φυσικού τοπίου με υποφωτισμένες κλεφτές ματιές σε εικόνες που αιχμαλωτίζουν την πρώιμη σεξουαλική ένταση μεταξύ των δύο εφήβων και θέτει θαρραλέα ενώπιον της κάμερας τα σώματά τους που έλκονται. Με οικονομία στο διάλογο και μια καλλιέπεια που δεν κατακυριεύει την αφήγηση παραμένει πάντοτε κοντά στο αφηγηματικό της υποκείμενο, χαρίζοντας στην ταινία και μια έμφυλη ανάγνωση της εφηβικής σεξουαλικότητας, που αντιπαραθέτει υπομονετικά και ήσυχα τις λεπτές διαφοροποιήσεις που έχει η συνείδηση της έλξης στα δύο νεαρές ψυχές. Για το κοινό που θα συντονιστεί με τον ρυθμό και την αισθητική ιδιαιτερότητα του φιλμ, η θέαση κρύβει μια ευχάριστη έκπληξη που είναι βέβαια πως θα ωφελείται από κάθε επαναληπτική προβολή. Η Σαρλότ Λε Μπον μας συστήνεται εκ νέου ως μία από τις πλέον αξιοσημείωτες νέες φωνές στη διεθνή σκηνή.
Φίλιππος Χατζίκος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr