Μία νεαρή έγκυος αυτόχειρας επανέρχεται στη ζωή από τον Δρ. Γκόντγουιν Μπάξτερ, ο οποίος αντικαθιστά τον νεκρό εγκέφαλό της με αυτόν του βρέφους που κυοφορούσε. Αυτή είναι η απαρχή της σπαρταριστής ιστορίας της Μπέλα Μπάξτερ που θα διαβεί στεριά και θάλασσα προσπαθώντας να ανακαλύψει εαυτήν, τον κόσμο και εν τέλει την ίδια τη ζωή. Στο ταξίδι της θα γνωρίσει εκ του μηδενός την έννοια της ηδονής, θα χαρεί, θα λυπηθεί, θα μελαγχολήσει και θα συνειδητοποιήσει τη σαγήνη της αυτοκυριαρχίας του γυναικείου σώματος και πνεύματος.
Το Poor Things διαβάζεται αρχικά σαν μία έμφυλη αποτύπωση του αρχετυπικού μύθου του Φρανκενστάιν. Γρήγορα, βέβαια, απεκδύεται τον μανδύα της επιστημονικής φαντασίας για να οδηγηθεί στα μονοπάτια του ενήλικου παραμυθιού ενηλικίωσης. Η Μπέλα εισέρχεται στη «νέα» ζωή όπως η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, γεμάτη ανυπομονησία, άναυδη μπροστά στις εκπλήξεις που εμφανίζονται διαρκώς, αφομοιώνοντας σαν σφουγγάρι όσα περισσότερα μπορεί από τον καταιγισμό των πληροφοριών και των εμπειριών. Στο δρόμο της θα βρεθούν διάφοροι Πυγμαλίωνες που επιθυμούν να την πλάσουν κατά το δοκούν τους, όμως εκείνη, όλο και πιο ενδυναμωμένη, πάντοτε τους αποκρούει και δραπετεύει σε ένα καινούριο άγνωστο.
Η σεξουαλική αφύπνιση της Μπέλα είναι μείζονος σημασίας όρος για τη χειραφέτησή της στο αφηγηματικό πλέγμα του Λάνθιμου, εξ ου και ο Έλληνας δημιουργός επιμένει τόσο σθεναρά σε αυτήν. Το σεξ είναι ένας ολόκληρος καινούριος κόσμος για εκείνη, τον οποίο μαθαίνει χωρίς τα επίκτητα βαρίδια της ντροπής που κομίζει η «πολιτισμένη κοινωνία», όπως συχνά αναφέρεται στην ταινία. Η Μπέλα, άλλωστε, περνά το κατώφλι της ενηλικότητας χωρίς να έχει λάβει τα απαραίτητα μαθήματα καταπίεσης, και μαθαίνει τι θα πει να είναι γυναίκα χωρίς να έχει μηρυκάσει τις διδαχές που αφορούν το φύλο, τη σεξουαλικότητά και τον δήθεν γενετήσιο προορισμό της. Ο θλιβερός μπον βιβέρ Ντάνκαν Γουέντερμπερν, που αναλαμβάνει ακουσίως το χρέος να της παραχωρήσει διδαχές περί του (ευ) ζην, σύντομα μετατρέπεται σε μαραμένο αρσενικό που αποσυντίθεται εντός της εγωιστικής αφέλειάς του, όσο η Μπέλα «μεγαλώνει» και ασφυκτιά υπό την καθοδήγησή του. Η οργιώδης παρουσία του Μαρκ Ράφαλο, με την κωμική ιδιοφυΐα της, που θυμίζει μωρό που του πήραν το παιχνίδι από τα χέρια, υπογραμμίζει ακριβώς τα επίπεδα εξευτελισμού στα οποία οδηγείται ένας άνδρας όταν σταματά να είναι το επίκεντρο προσοχής.
Βέβαια, διαχρονικός φορέας ιδιοκτησίας των σωμάτων (και δη του γυναικείου) είναι και ο χριστιανικός Θεός, με τον οποίο η ταινία ξεμπερδεύει εξ αρχής μέσω του Γκόντγουιν Μπάξτερ, τον οποίο η Μπέλα αποκαλεί πάντα «Γκοντ». Φρανκεσταϊνικό δημιούργημα και ο ίδιος, έδωσε μεν τη ζωή ως μηχανική ενέργεια στην «κόρη» του, αλλά το σώμα και το πνεύμα της τίθενται εκτός του εξουσιαστικού του πεδίου και κάθε αξίωση που προβάλλει επ’ αυτών μοιάζει έωλη. Η Μπέλα είναι ελεύθερη (και) από τον δημιουργό της, δεν λογοδοτεί σε αυτόν, ούτε του ανήκει. Σε μία εξαίρετη αντιστροφή του χριστιανικού σχήματος που θέλει τους αμαρτωλούς να ζητούν συγχώρεση από τον Θεό δια της μετάνοιας, η Μπέλα θα επιστρέψει στον οίκο για να απονείμει εκείνη τη συγχώρεση στον δημιουργό της. Παρεμπιπτόντως, η ευαισθησία που κομίζει ο Γουίλεμ Νταφόου στον ρόλο υπερβαίνει τα βαριά προσθετικά και προκύπτει ανάγλυφη στο πανί, εγκολπώνοντας τις γοητευτικές αντιφάσεις του χαρακτήρα.
Τα ομότιτλο μυθιστόρημα του Σκωτσέζου Άλισντερ Γκρέι που αποτελεί το πρωτογενές υλικό της ταινίας και μεταφράστηκε στα ελληνικά με τον υπέροχο τίτλο Χαμένα Κορμιά διαθέτει μία μεταμοντέρνα αφηγηματική πολυφωνία την οποία ο Λάνθιμος και ο συσεναριογράφος του Τόνι Μακναμάρα αποφάσισαν να απεμπολήσουν κατά τη διασκευή. Μπορεί η σύλληψη του Γκρέι να στηρίζεται σε ένα παράδοξο εύρημα που εν πρώτοις διατηρείται στο φιλμ, ωστόσο η αφήγηση της ταινίας, σε αντίθεση με αυτήν του βιβλίου, είναι στρωτή, δίχως παρεκβάσεις ή μεταβολές στα αφηγηματικά υποκείμενα, και η ροή ανεμπόδιστη από αναδρομές και προδρομές.
Ο Λάνθιμος μετέφρασε τη δεξιοτεχνική πολυπλοκότητα του βιβλίου σε μία θορυβώδη οπτική εξτραβάγκανζα. Το δικό του Poor Things είναι προϊόν ακραίου στιλιζαρίσματος, με σωρεία παλιμπαιδισμών και αδιάκοπα σκαμπρόζικο ύφος, κεφάτη μουσική επένδυση και έντονα ντεκόρ με μαγνητική όψη και χρωματιστές λεπτομέρειες. Η έγχρωμη φωτογραφία διαδέχεται την ασπρόμαυρη τη στιγμή που η Μπέλα γνωρίζει τις χαρές της σεξουαλικής συνεύρεσης, οι υπερευρυγώνιοι φακοί που χρησιμοποίησε ο μόνιμος πλέον διευθυντής φωτογραφίας Ρόμπι Ράιν στην Ευνοούμενη επιστρέφουν και οι απροσδόκητες γωνίες λήψης εντείνουν τον παιχνιδιάρικο τόνο. Ασφαλώς, δε φείδεται αφηγηματικών μέσων˙ η κατάχρησή τους υπηρετεί με υπερβολή -σε σημεία φορτική- την κατασκευή του τεχνητού «πραγματικού» κόσμου που γνωρίζει η Μπέλα, σαν η πρόσφατη Μπάρμπι της Γκρέτα Γκέργουιγκ να ρίχτηκε σε ένα αλλόκοτο σύμπαν σαν αυτά του Τέρι Γκίλιαμ, άχρονο παρ’ όλα τα βικτωριανά σύμβολά του, με μπουνιουελικές νότες και εικόνες βγαλμένες από το Μετρόπολις.
Βέβαια, η ταινία δεν αναλώνεται σε αναφορές ούτε παίζει ιδιαιτέρως με τα genres. Πρόκειται αναμφίβολα για ταινία Γιώργου Λάνθιμου, με τη σφραγίδα και την υπογραφή της προσβάσιμης ιδιορρυθμίας του, και το μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη συμβάλλει τα μέγιστα στη διατήρηση της ενιαίας πνοής. Δε μπορεί πάντως να σταθεί λόγος για την ταινία χωρίς αναφορά στην Έμα Στόουν. Η ερμηνεία της υπερβαίνει κατά πολύ την προσήλωση στον ρόλο˙ η Στόουν φτιάχνει σχεδόν μια δική της γλώσσα εντός του φιλμ, με λεπτοδουλεμένη κινησιολογία, η οποία από κοινού με τα κοστούμια της Χόλι Γουάντινγκτον, καθρεφτίζει τη σταδιακή νοητική ωρίμανση της Μπέλα. Είναι μια παρουσία τόσο καθοριστική στο αισθητικό σκέλος της ταινίας που ουσιαστικά ανάγει την Αμερικανίδα ηθοποιό σε ρόλο συνδημιουργού του φιλμ (είναι άλλωστε και παραγωγός).
Εν τέλει, αν είναι ένα σύγχρονο φιλμ να γίνει κραυγαλέο και γκροτέσκο, ας είναι γεμάτο με σαρδόνια χλεύη προς την καθεστηκυία πραγματικότητα, ας είναι να αρθρώνει έναν ύμνο στην ελευθερία και να σαρκάζει ανελέητα τους καταπιεστικούς θεσμούς και φορείς της πατριαρχίας. Όσο αναπτύσσεται η ταινία, τόσο δείχνει να παίρνει τη μορφή ενός σκεπτόμενου φεμινιστικού crowd-pleaser, που μέσα στις απλουστεύσεις του δε διστάζει να αποδομήσει ο, τι βρεθεί στο διάβα του. Το κέφι είναι έκδηλο σε κάθε πτυχή του έργου, από την κατασκευαστική αρτιότητα μέχρι το πνεύμα των σπαρταριστών σεκάνς που δε φοβούνται να γίνουν σαχλές, αν αυτό απαιτεί η εξέλιξη της ιστορίας. Κι αν ακόμα δεν προχωρά στο βάθος των προβληματισμών που υπόσχεται στην αρχή, ιδίως ως προς τη θέση της επιστήμης στον αξιακό κανόνα της βιοηθικής, δυσκολεύεσαι να κρατήσεις κακία σε μία τόσο απολαυστική ταινία.
Στο φινάλε του έργου εντυπώνεται ένα οξύμωρο: από τη μία, το τέλος της ιστορίας δείχνει να έχει φτάσει αρκετή ώρα πριν πέσουν οι τίτλοι, σε μια μεστή στιγμή επαναπατρισμού και επαναξιολόγησης των συνθηκών της ζωής της Μπέλα που προσδίδει στην αφήγηση ένα ιδανικό κυκλικό σχήμα. Από την άλλη, μολονότι είναι περιττή και αφηγηματικά αποκλιμακωμένη, η κατάληξη που τελικώς επελέγη αποκρυσταλλώνει τη στάση των δημιουργών εύστοχα και συνιστά μία απολαυστική σεκάνς εν είδει επιμυθίου, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον που ανατέλλει ως γυναικεία πλέον υπόθεση. Όπως και να ‘χει, είναι βέβαιο ότι ο Γιώργος Λάνθιμος τη δεδομένη στιγμή διαγράφει μια πορεία που δε μοιάζει με κανενός άλλου, με το αυθεντικά ιδιοσυγκρασιακό του ύφος κατά τα φαινόμενα αλώβητο στη διαδρομή προς μια φιλμογραφία προσιτή για ένα ευρύτερο κοινό.
Φίλιππος Χατζίκος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinedogs.gr