POOR THINGS - Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος
Στη Γλασκόβη της βικτωριανής περιόδου, μια γυναίκα αυτοκτονεί και νεκρανασταίνεται με όρους Φρανκενστάιν. Όταν αρχίζει να γίνεται αντικείμενο πόθου διαφόρων εραστών, θα πάρει την πνευματική ζωή της και τις ερωτικές επιθυμίες στα χέρια της αδιαφορώντας για τις απόψεις όσων την περιβάλλουν.
Η Μπέλα, κάπου ανάμεσα στη Belle της πεντάμορφης και του τέρατος αλλά και της νύφης του Φρανκενστάιν, γνωρίζει από την αρχή τον κόσμο όταν θα της δοθεί η δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Η απόπειρα αυτοκτονίας -και αργότερα η τερατογένεση της με τη βοήθεια ενός παλαβού επιστήμονα- θα της δώσει δεύτερη ευκαιρία στο να βρει τον δικό της στόχο -και εκ των υστέρων- να υπηρετήσει διαφορετικά την ιατρική [και ως αντικείμενο την επιστήμη της ψυχολογίας;]. Από παθιασμένη σε αντικείμενο πόθου, τροφοδοτεί με την άγνοια, την περιέργεια της, τον πρωτογονισμό της και τον παιδισμό της, στοιχεία που «ορθώνουν» την περιέργεια του ανδρικού πληθυσμού που τη βλέπει ως τρόπαιο σε μια μάχη που ουδέποτε έδωσε. Όσο το παιδικό μυαλό της αγέννητης κόρης της γυμνάζεται στο σώμα της, τόσο η ίδια αναγεννά τον εαυτό της, τα θέλω της και τη θέση της στην κοινωνία [εκτός νόρμας και φύλου]. Και γίνεται ποθητή γιατί στη δική της ζωή δεν υπάρχει η επιβολή των κοινωνικών κανόνων, κάτι που τρομάζει και παθιάζει. Με το σώμα της να οργανοποιείται ως εκφραστικό μέσο επίτευξης επιθυμιών και τους οργασμούς να ξεκλειδώνουν τη σχέση της με το αίσθημα ευθύνης προς τον εαυτό της και την κοινωνία, εξελίσσεται στη μοναδική τερατογέννεση που χρέος της είναι να αποβάλλει τα βαρίδια που παρ’ ολίγον να την πνίξουν κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Αρχικά σε έναν πρωτότυπο κήπο της Εδέμ που προσφιλώς εφάπτεται στα πρότυπα της κιβωτού του Νώε, γεμάτο τερατογενέσεις από παπιοπρόβατα και σκυλοκουνάβια, γεννάει αντιφάσεις σαν κουνέλα αφήνοντας τα να διαλύουν στο πέρασμά τους την πανίδα, τη χλωρίδα και την αρσενική σιγουριά [πως ο κόσμος φέρει άρρεν πρόσημο].
Η αποκλιμάκωση και η απενοχοποίηση της ηλιθιότητας, η ειρωνική ανάλυση της θέσης της επιστήμης σε έναν κόσμο που ουσιαστικά δεν εξελίσσεται, ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας της ζωής αλλά και της θρησκευτικότητας της μετενσάρκωσης, τα δικαιώματα στις νέες ευκαιρίες με τον ευνουχισμό της ανδρικής δύναμης [από σπόντα] πριμοδοτούν το υβρίδιο τεχνών και αφήγησης που μπορεί να σοκάρει για τον λάθος σκοπό, καταφέρνει με ευκολία όμως να αγκαλιάσει -και να ανταποδόσει αυτή την αγκαλιά- στο εμπορικό, το ποιοτικό και το πιο ψαγμένο κοινό.
Με την «Ευνοούμενη» να παραμένει η πιο ολοκληρωμένη γραμμικά από τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου, το «Poor Things» έρχεται για να κονιορτοποιήσει τους κόσμους που έχτιζε τα προηγούμενα χρόνια και με τα ρινίσματα από αλάβαστρο να πλάσει ένα πρωτοποριακό γλυπτό που συντίθεται από τις ερμηνευτικές ελευθερίες, το ακούραστο -αυτιστικό- παιχνίδι, την καταναγκαστική ρήξη με τη σοβαροφάνεια προσφέροντας στο κοινό μια ταινία με σύνδρομο down που χορεύει ξέφρενα στο μυαλό σου ώρες μετά. Λιγότερο πολιτική από αυτό που συμβολίζει, από ασφυκτικά ικανοποιητική γίνεται ανάσα δροσιάς και τανάπαλιν, όπως κατάφερναν επί χρόνια να κάνουν οι παραστάσεις των Blitz (μέλη των οποίων ήταν οι πρωταγωνιστές του στον «Κυνόδοντα»). Προσωπική νίκη της Έμμα Στόουν [και της Κάθριν Χάντερ για διαφορετικούς λόγους] η οποία απασφάλισε υπό την προστασία ενός αλλοπρόσαλλου πειράματος όπου η πυρίτιδα συνάντησε τη φωτιά σε ένα προστατευμένο από 4 τοίχους πλαίσιο, με αρκετούς βουαγιεριστές που σπάνε πλάκα με το αποτέλεσμα αλλά παίρνουν στα σοβαρά τη διαδικασία. Το «Poor Things» είναι σα να ανέθεσε ιδιωτική εταιρία στους Monthy Python να συντηρήσουν τη Μόνα Λίζα στο Λούβρο και εκείνοι πήραν τις κηρομπογιές τους και άρχισαν να λερώνουν τους τοίχους.
Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα ertnews.gr