Μενού

ΖΩΝΗ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ - Βασίλης Μάλτας

1820 6

Οι «ζώνες ενδιαφέροντος» μας σε μια ταινία που δεν προχωρά πέρα από την απεικόνισή τους

Κατά τη βόλτα τους στην ειδυλλιακή φύση του Άουσβιτς, ο Ρούντολφ Ες προτρέπει τον μεγαλύτερο του γιο να αφουγκραστεί τον σταχτοτσικνιά, τον ερωδιό- τον εκπαιδεύει να απομονώνει τους ήχους της φύσης απ’αυτούς της ανθρώπινης τραγωδίας που ακούγονται όλο και πιο δυνατοί, όλο και πιο φρικιαστικοί από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς (που οι ναζί αποκαλούσαν “Ζώνη ενδιαφέροντος”), επιπλέον να εμπεδώσει ότι η προνομιακή τους θέση ως Γερμανοί ήταν απόρροια φυλετικής υπεροχής απέναντι στους κρατούμενους Εβραίους (που, συνεπώς, δεν άξιζαν έλεος). Ο Ες τελειοποίησε τις μεθόδους μαζικής θανάτωσης, εξοντώνοντας τελικά περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους, μετατρέποντας το Άουσβιτς σε εργοστάσιο θανάτου, στο “αποτελεσματικότερο” ναζιστικό σφαγείο (“Δεν είχα άποψη αν η μαζική εξόντωση των Εβραίων ήταν αναγκαία ή όχι γιατί δεν είχα γνώση επί του θέματος”, έχει γράψει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του). Με γραφειοκρατικό επαγγελματισμό μελετούσε τα προτεινόμενα τεχνικά σχέδια  “αύξησης της παραγωγικότητας”,  συζητούσε με τους συνεργάτες του για “υπηρεσιακά θέματα”, δεχόταν τα συγχαρητήρια για την προαγωγή του ως υπεύθυνος των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

H σύζυγός του, Χέντβινγκ Ες, μαθαίνει στα παιδιά τους το όνομα κάθε λουλουδιού στον υπέροχο κήπο τους- που το χώμα του λιπαινόταν με τις στάχτες νεκρών Εβραίων από το γειτονικό στρατόπεδο. “Ο άντρας μου με αποκαλεί: Η Βασίλισσα του Άουσβιτς”, δηλώνει περήφανα στη μητέρα της που παλιότερα ήταν καθαρίστρια στα σπίτια εκείνων που πλέον θανατώνονταν λίγο πιο πέρα: το μεγάλο, όμορφο οικογενειακό σπίτι ήταν δημιούργημά της κι ο τοίχος που τους χώριζε από το στρατόπεδο είχε υψωθεί με δική της πρωτοβουλία ώστε να αποκλείονται οι εικόνες φρίκης από τον μικρόκοσμό τους. Τα παιδιά τους μεγάλωναν με στοργή σε φυσικό περιβάλλον: ο πατέρας τούς αφιέρωνε χρόνο μετά τη “δουλειά του”, διάβαζε παραμύθια στη μικρή τους κόρη (το “Χάνσελ και Γκρέτελ όπου η κακιά μάγισσα τελικά καίγεται στον φούρνο και τα δύο αδέλφια απελευθερώνονται), η οικογενειακή ευτυχία δεν σκιαζόταν από το κόκκινο νερό της βρύσης, τις οδοντοστοιχίες που έβρισκαν τα παιδιά κι έπαιζαν μ’αυτές ή την παρουσία των σχεδόν αποστεωμένων, αμίλητων, φοβισμένων υπηρετών τους με τις ριγέ στολές- ούτε από την οσμή των καμμένων σωμάτων από τις  καμινάδες του στρατοπέδου μέρα-νύχτα. Πώς να μην αρνηθεί η Χέντβινγκ Ες να εγκαταλείψει αυτό το σπίτι όταν εκείνος μετατέθηκε λόγω προαγωγής, πώς να αρνηθεί τις μνήμες της σ’ αυτόν τον τόπο τής ταυτότητάς της όπου βίωνε την κοινωνική αναγνώριση; (οι Ες ήταν απλοί αγρότες στην προπολεμική τους ζωή). Στις κοινωνίες μας, αποδεχόμαστε ότι όχι μόνο η ανάγκη αυτοπροστασίας αλλά και η επιθυμία κοινωνικής αναρρίχησης και βελτίωσης του ατομικού επιπέδου διαβίωσης, είναι τόσο φυσικές που οποιαδήποτε ενέργεια επίτευξής τους θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, να μην καταδικαστεί αδιαπραγμάτευτα: θεωρίες περί βιολογικής υπεροχής, δίκαιο του ισχυρού, οικονομική εκμετάλλευση άλλων ανθρώπων, όλα έχουν εμπεδωθεί ως φυσικές ανθρώπινες καταστάσεις. Οι Ες πίστευαν ότι ήταν φιλεύσπλαχνοι προς το υπηρετικό προσωπικό καθώς τούς προσέφεραν τη δυνατότητα να ζουν- η γυναίκα, μάλιστα, μοίραζε ρούχα στις υπηρέτριες, ρούχα που ανήκαν στις νεκρές Εβραίες, κρατώντας, βέβαια, για τον εαυτό της γούνες και καλά ρούχα: γι’αυτό, πίστευαν ακλόνητα στο δίκαιο της τιμωρίας “να σκορπιστούν οι στάχτες τους στον κήπο” αν αμελούσαν να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους. Γιατί δεν πίστευαν ότι ήταν απάνθρωποι παρά ότι οι άλλοι ήταν αχάριστοι.

Όλοι γνώριζαν- ακόμα και τα παιδιά που, κατάλληλα διαπαιδαγωγημένα προφανώς, δεν αναρωτιούνταν (μόνο το μωρό κλαίει διαρκώς ενώ το αμέσως μικρότερο παιδί δεν κοιμάται εύκολα, διατηρώντας ακόμα την αθωότητά τους). Ήταν η σιωπηρή συναίνεση της γερμανικής κοινωνίας στο ναζιστικό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, γνωρίζοντας τις φρικαλεότητες κατά των Εβραίων “υπανθρώπων” (και των Σλάβων, Ρομά, ομοφυλοφίλων, ανθρώπων με αναπηρίες, Μαρτύρων του Ιεχωβά, γηγενών αντιφρονούντων) μετά τις πολλές εξαγγελίες του Χίτλερ. Δεν επρόκειτο περί ενός αυθύπαρκτου κακού ή  ατομοκεντρισμού της ανθρώπινης φύσης- τι βολικά αφηγήματα, αλήθεια- επρόκειτο και πρόκειται- πάντα, παντού- για την “κοινοτοπία του κακού”, όπως την αποκάλεσε η Χάνα Άρεντ, με πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικές ρίζες που υπερβαίνει εθνικά σύνορα και ατομικές ψυχοπαθολογίες: άνθρωποι συνηθισμένοι, διανοητικά φυσιολογικοί, τόσο φυσιολογικοί που δεν χρειάζεται να είναι τέρατα ώστε να επικροτούν τις απώλειες ζωής ανθρώπων στερημένων από το φυσικό δικαίωμα της ανθρώπινης ισότητας. Άνθρωποι που πάντα νοιάζονται μονάχα για τη δική τους “ζώνη ενδιαφέροντος”.

Ο Γκλέηζερ στρέφει το βλέμμα του στην άλλη πλευρά του τοίχου από τη συνηθισμένη κινηματογραφικά, θέλοντας να δούμε κατάματα τις ομοιότητες των καιρών και των κοινωνιών, την παθητικότητά μας στην κανονικοποίηση του καθημερινού φασισμού, την ηθική μας ευθύνη στα διαρκή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως τα σημερινά κατά των προσφύγων από τους πολέμους που διεξάγουμε στα χώματά τους- και, μετά, τους αρνούμαστε χορήγηση ασύλου. Σκηνοθετεί αποστασιοποιημένα, κλινικά ώστε να αποφευχθεί κάθε συναισθηματική συμμετοχή μας, επιδιώκοντας να παγώσουμε: στατικά, ανησυχητικά στατικά πλάνα που είναι κυρίως μεσαία και μακρινά, δεν εστιάζει στις εκφράσεις των προσώπων- κι όταν εστιάζει, μένουμε άφωνοι με την απουσία οποιασδήποτε έκφρασης- απεικονίζοντας αυτές τις αποανθρωποιημένες υπάρξεις ως μαριονέτες που, τότε και τώρα, θα αρνούνταν ότι είναι απάνθρωποι, ρατσιστές, φασίστες. Οι στοιχειωτικοί ήχοι από το background, έρχονται θαρρείς από έναν άλλο κόσμο, τόσο κοντινό και τόσο μακρινό. Ο γκρίζος καπνός από τις καμινάδες διαποτίζει τα πάντα, διαχέεται, αποτίθεται στους λευκούς τοίχους, θαμπώνει την καθαρότητα του φωτός. Όμως… η στυλιστική τελειότητα είναι υπερβολικά ελεγχόμενη σκηνοθετικά, ο προβληματισμός κατατίθεται περισσότερο εικαστικά παρά κινηματογραφικά.  Απεικονίζεται εξαιρετικά η θανατερή απάθεια αλλά μόνον αυτή, η ταινία δεν οδηγείται πέρα απ’αυτό, γίνεται κουραστική με την επαναληπτικότητά της…

Γιατί όμως φτάσαμε στην αποδοχή του Άουσβιτς ως ένα ενδεχόμενο αντί να θεωρείται αδιανόητο, πως άραγε φτάνουμε στην αποδοχή ως φυσιολογικών των πνιγμών χιλιάδων ξεριζωμένων που πασχίζουν να βρουν μια στοιχειωδώς ανθρώπινη ζωή στην Ευρώπη, των κρατήσεων σε απάνθρωπες συνθήκες στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης στον Ευρωπαϊκό Νότο, της καταπάτησης διεθνών συμβάσεων κι ανθρωπίνων δικαιωμάτων; (“Ανάμεσα στις σφαγές του κατακτητικού ιμπεριαλισμού και την “Τελική Λύση” δεν υπάρχουν απλώς “φαινομενολογικές ομοιότητες” ή μακρινές αναλογίες. Υπάρχει μια ιστορική συνέχεια που κάνει τη φιλελεύθερη Ευρώπη ένα εργαστήρι των βιαιοτήτων του 20ού αιώνα και το Άουσβιτς, αυθεντικό προϊόν του δυτικού πολιτισμού”, γράφει ο Έ.Τραβέρσο). Τι μας ωθεί διαχρονικά στην αποδοχή θεωριών περί φυλετικής υπεροχής, καταλήγοντας στη βαρβαρότητα; Δυστυχώς, στην ταινία δεν τίθενται τέτοια ερωτήματα, αφήνοντας το περιθώριο να σκεφτούμε ότι όλα θα μπορούσαν να οφείλονται σε μια έμφυτη ανθρώπινη κακία, σε μια σκοτεινή πλευρά μας, απαλλάσσοντάς μας από τις ευθύνες. Και, αποφεύγοντας οποιαδήποτε απεικόνιση για όσα συνέβαιναν στο στρατόπεδο, αναρωτιόμαστε αν ελλοχεύει ο κίνδυνος να αποδυναμωθεί το μήνυμα της ταινίας καθώς η απάνθρωπη απάθεια δεν συσχετίζεται με τις συνέπειές της, έστω κι αν τις γνωρίζουμε εξαρχής.

Γιατί, έστω, όσο κι αν γνωρίζουμε, πάντα αρνούμαστε να κατανοήσουμε.

Βασίλης Μάλτας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tetartopress.gr

Smart Search Module